(Η ευνοούμενη)
του Γιώργου Λάνθιμου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_the-favourite-2.jpg

Ιστορία μιας ανόδου (... και μιας καθόδου) μέσα στο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον μιας βασιλικής αυλής, η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου έχει στο κέντρο της ένα σφοδρότατο γυναικείο ανταγωνισμό (... και ένα ερωτικό τρίγωνο).
Η είσοδος στην αυλή της Βασίλισσας Άννας –της τελευταίας της δυναστείας των Στιούαρτ-της νεαρής και γοητευτικής Άμπιγκεϊλ (στο ρόλο η Emma Stone) προκαλεί αναστάτωση. Αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση και μοναδικός της σύμμαχος γίνεται η ξαδέλφη της Σάρα, Δούκισσα του Μάλμπορο (στο ρόλο η Rachel Weisz). Καθώς η Σάρα είναι η ευνοούμενη της Βασίλισσας (στο ρόλο η Olivia Colman), η νεαρή Άμπιγκεϊλ θα βρεθεί στο στενό περιβάλλον της και γρήγορα θα την γοητεύσει. Μια αλλαγή θα συμβεί και η Άμπιγκεϊλ θα γίνει αυτή και μόνο αυτή, εκθρονίζοντας την ευεργέτιδα της, η νέα ευνοούμενη της Βασίλισσας...
Επισκεπτόμενος τις επικράτειες της ταινίας εποχής και αφηγούμενος τις ιστορίες πραγματικών ιστορικών προσώπων, ο Γιώργος Λάνθιμος βρέθηκε μακριά από τα γνώριμα εδάφη των σεναρίων του μόνιμου έως τώρα συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου. Χωρίς να διαθέτει ως βάση την οξύτητα, τη δριμύτητα και το ανοίκειο των μέχρι τώρα ιστοριών του, προέβη σε κάποιες καθοριστικές κινήσεις, οι οποίες του επέτρεψαν να εγκολπωθεί κατά κάποιον τρόπο ένα κινηματογραφικό είδος μέχρι τώρα ξένο σ’ αυτόν και μια ιστορία ανοίκεια αφού αφορά μια άλλη χώρα και μια άλλη εθνική Ιστορία (τη βρετανική). Κινήσεις που δίνουν στον θεατή τον εξοικειωμένο με το έργό του μια αίσθηση γνώριμου.
Η πρώτη αφορούσε το σεξ και τη χρήση του στην δραματική πλοκή: με την εξαίρεση της ερωτικής σχέσης μεταξύ της Βασίλισσας και της Σάρας που συνιστά και το κέντρο της δραματικής πλοκής, το σεξ στην ταινία απεικονίζεται συχνά ως κάτι χωρίς συναισθηματικό βάθος, με τρόπο άλλοτε κωμικό και άλλοτε γκροτέσκο, ως κάτι που ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα που προκαλούν οι αυλικές συνωμοσίες και το δράμα μεταξύ των τριών γυναικείων προσώπων.
Η δεύτερη κίνηση είχε άμεση επίπτωση στην αισθητική της ταινίας και έχει σχέση με τη εκτεταμένη χρήση των (υπερ)-ευρυγωνίων φακών: ένα μικρό φόρο τιμής στο βρετανικό σινεμά της δεκαετίας του 70 και σε δημιουργούς όπως ο Ken Russell. Είναι αναμενόμενο ότι αυτοί οι (υπερ)-ευρυγώνιοι φακοί χρησιμοποιούνται κατά αρχάς για να αποδοθεί το βάθος των διαδρόμων και το εύρος των ανακτορικών παλατιών. Όμως πέραν αυτού, οι ευρυγώνιοι φακοί χρησιμοποιούνται με την κάμερα να κινείται, παραμορφώνοντας έτσι τα μεγέθη, τους όγκους, τα σχήματα και αλλοιώνοντας τις αναλογίες. Τα πρόσωπα του ιστορικού αυτού δράματος κινούνται σ’ ένα χώρο όπου οι αναλογίες των όγκων και των σχέσεων συνεχώς μεταβάλλονται. Και αυτό είναι κάτι που έχει αντανάκλαση στο δράμα: το ίδιο συμβαίνει και με τις ρευστές και μεταβλητές ισορροπίες των σχέσεων μεταξύ των τριών κεντρικών προσώπων. Παράλληλα, οι ευρυγώνιοι φακοί δημιουργούν και μια κλειστοφοβική αίσθηση, οι ανθρώπινες φιγούρες μοιάζουν ως ασήμαντα σημεία μέσα στο συνολικό χώρο: είναι το σύνολο του χώρου που κυριαρχεί και όχι το ανθρώπινο πρόσωπο.
Κινηματογραφώντας την ιστορία κυρίως μέσα σε κλειστούς χώρους -αναμφίβολα ένα χώρο οικείο για το σκηνοθέτη (Κυνόδοντας)-, στα ενδότερα των βασιλικών οίκων, σε τόπους βαρείς που επιβάλλονται στα πρόσωπα, χώρους όπου οι εντάσεις, τα συναισθήματα και τα πάθη μεγεθύνονται και εξάπτονται , ο Λάνθιμος εντυπώνει τα πρόσωπα στον περιβάλλοντα χώρο: τα (ιστορικά) πρόσωπα του δράματος γίνονται ένα με τις ιστορικές-μυθολογικές τοιχογραφίες -ταπισερί που διακοσμούν από τοίχο σε τοίχο τους χώρους. Ωστόσο, η τελική εικόνα αυτών των ταπισερί δεν είναι η συνήθης: η σκηνοθετική παρέμβαση και ο σκοτεινός τόνος που ενσταλλάσεται έχει αλλοιώσει το κλασικό ή το μπαρόκ των ταπισερί.
Και έτσι και η ίδια η ταινία μοιάζει και αυτή ως ακόμα μια ιστορική ταπισερί, που αφηγείται πάθη περασμένων εποχών. Μια ταπισερί κατάλληλη, όμως, λόγω των σκηνοθετικών χειρισμών, να διακοσμήσει τους τοίχους μοντέρνων λονδρέζικων διαμερισμάτων σήμερα...

Δημήτρης Μπάμπας