Παρά τις μεγάλες οικονομικές θυσίες των υπαλλήλων τους και τα ετήσια κέρδη ρεκόρ, η διοίκηση της Perrin Industries αποφασίζει να κλείσει ένα εργοστάσιο. Οι 1100 υπάλληλοι, με επικεφαλής τον αντιπρόσωπο τους Laurent Amédéo, αποφασίζουν να πολεμήσουν αυτήν τη ξαφνική απόφαση. Είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να σώσουν τη δουλειά τους.
Το σημείωμα του σκηνοθέτη
Η ταινία αυτή έγινε για να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από τα ρεπορτάζ των μέσων ενημέρωσης, τα οποία καλύπτουν τα σποραδικά φαινόμενα βίας που εμφανίζονται σε περιπτώσεις βιομηχανικών εργασιακών αναταραχών. Και ίσως αντί για "πίσω", θα ήταν καλύτερα να πούμε "πριν". Τι συμβαίνει πριν από αυτές τις ξαφνικές εκδηλώσεις βίας; Ποιοι δρόμοι οδηγούν σε αυτό; Ο θυμός, που καλλιεργείται από μια αίσθηση ταπείνωσης και απελπισίας, που συσσωρεύεται μετά από εβδομάδες αγώνα και που αποκαλύπτει μια κολοσσιαία ανισορροπία δυνάμεων.
Η ταινία περιγράφει έναν οικονομικό μηχανισμό που αγνοεί τις ανθρώπινες παραμέτρους, παρακολουθώντας παράλληλα την κλιμακούμενη οργή των εργαζομένων, οι οποίοι είναι οι παράπλευρες απώλειες μια επιχειρηματικής απόφασης. Μια οργή που εκφράζεται κυρίως από τον εκπρόσωπό τους, ο οποίος δεν χρησιμοποιεί καμία πολιτική ρητορική, παρά μόνο την ανάγκη του να ακουστεί ο πόνος και η αγανάκτηση του, καθώς και των συναδέλφων του. Το επιχείρημά του; H άρνησή του να χάσει τη δουλειά του, επιτρέποντας σε μια εταιρεία να κερδίσει ακόμη περισσότερα χρήματα, παρά τη αρχική της δέσμευσή να προστατεύσει τις θέσεις εργασίας σε αντάλλαγμα οικονομικές θυσίες των εργαζομένων.
Αυτή η κατάσταση είναι τόσο συνηθισμένη. Καθημερινά ακούμε για παρόμοιες καταστάσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά χωρίς πραγματικά να είμαστε εξοικειωμένοι με τα ζητήματα και τους μηχανισμούς στην εργασία. Το παράδειγμα της εταιρίας Περέν που παρουσιάζεται στην ταινία, είναι αντίστοιχη περίπτωση με αυτές της Goodyear, της Continental, της Whirlpool κι ένα σωρό άλλων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η έρευνα των ειδικών αποκάλυψε την έλλειψη οικονομικών δυσχερειών και την απουσία απειλής για την ανταγωνιστικότητα.
Το θέμα της ταινίας είναι μεν πολιτικό με την ετυμολογική έννοια – αφού παρατηρεί κρατικά θέματα - αλλά εγώ δεν είμαι φερέφωνο κανενός κόμματος ή συνδικάτου. Απλώς εξετάζω ένα σύστημα που είναι αντικειμενικά λογικό από την πλευρά της αγοράς, αλλά παράλογο από ανθρώπινη άποψη. Και αυτές οι δύο απόψεις είναι τοποθετημένες στην ταινία η μία απέναντι στην άλλη. Η ανθρώπινη διάσταση απέναντι στην οικονομική. Πώς μπορούν αυτές οι δύο παγκόσμιες απόψεις να συμπίπτουν; Μπορούν ακόμη και να συνυπάρχουν σήμερα; Θεωρώ το θέμα ενδιαφέρον γιατί δεν είμαι πεπεισμένος ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κατανοούν ακριβώς τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά τα κλεισίματα των εργοστασίων που ακούμε κάθε μέρα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και δεν εννοώ εργοστάσια που κλείνουν επειδή χάνουν χρήματα. Εννοώ εταιρείες που κλείνουν τα εργοστάσια τους παρά την κερδοφορία τους.
Ένα θεμελιώδες και πολύπλοκο στοιχείο της ταινίας ήταν το να αναλύσει όλα τα επίπεδα ενός συστήματος χωρίς να κάνει τους χαρακτήρες να φαίνονται καρικατούρες. Υπάρχει ένα οικονομικό σύστημα που εξυπηρετείται από άνδρες και γυναίκες των οποίων τα συμφέροντα απλά δεν είναι ίδια με εκείνα του εργατικού δυναμικού. Αλλά αν υπάρχει ένα πράγμα που προκύπτει ξεκάθαρα από όλα αυτά, είναι ότι το παιχνίδι δεν παίζεται επί ίσοις όροις.
Τα μέσα ενημέρωσης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο πως αφομοιώνεται μια τέτοιου είδους αντιπαράθεση. Θα ήταν αδύνατον να μην υπάρχουν στην ιστορία, οπότε η παρουσία τους έγινε το κατάλληλο όχημα για περάσουμε πληροφορίες που θα διευκόλυναν τον θεατή να κατανοήσει την κατάσταση. Ήταν επίσης συναρπαστικό να αντιπαραθέτεις τα «ρεπορτάζ» με την ιστορία. Η ταινία δεν προσπαθεί να καταδικάσει τα μέσα ενημέρωσης, αλλά είναι ενδιαφέρον για τον θεατή να παρατηρήσει τη διαφορά μεταξύ της υποτιθέμενης αντικειμενικής αναφοράς μιας κατάστασης στα δελτία ειδήσεων και της πραγματικότητας που κρύβεται πίσω από τις σκηνές μιας διαμάχης.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή, κατάλογος Φεστιβάλ Καννών)