“Ποιο ήταν το τελευταίο που έγραψες;
“Ένας άνθρωπος είχε πεθάνει.
Και θα έπρεπε να καταχωρηθεί στα κατάστιχα της κόλασης.
Περίμενε, λοιπόν, μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα.
Περίμενε μια μέρα, δύο.
Περίμενε εβδομάδες. Μήνες.
Στη συνέχεια χρόνια.
Τελικά, ένας άνθρωπος πέρασε δίπλα του.
Ο άντρας που περίμενε απευθύνθηκε σ' αυτόν:
"Ίσως μπορείτε να με βοηθήσετε.
Υποτίθεται ότι θα πρέπει να καταχωρηθώ στα κατάστιχα της κόλασης. "
Ο άλλος άνθρωπος
τον κοιτάζει πάνω ως κάτω
και του λέει:
"Μα κύριε μου, αυτή εδώ είναι η κόλαση."”
(από τους διάλογους της ταινίας)
Ταινία που στέκεται μετέωρη, το Transit του Christian Petz ακροβατεί ανάμεσα στο ερωτικό μελόδραμα με φόντο τα ταραγμένα χρόνια του πολέμου, τους στοχασμούς για την ταυτότητα με φόντο μια πολιτική δυστοπία και την καταβύθιση και την καθήλωση σε μια μακρά και ατέρμονη προαναχωρητική κατάσταση.
Ο νεαρός ήρωας της αφήγησης είναι ο Georg (στο ρόλο ο Franz Rogowski) που έρχεται αντιμέτωπος με την κατάκτηση του Παρισιού. Διωκόμενος και φυγάς από τους κατακτητές καταφεύγει στο νότο της Γαλλίας στη Μασσαλία, προσπαθώντας να διαφύγει και να βρει καταφύγιο στην Αμερική. Έχει οικειοποιηθεί την ταυτότητα ενός άλλου, ενός νεκρού, του κομμουνιστή συγγραφέα Weidel. Στις περιπλανήσεις στην πόλη θα συναντήσει τον Driss, ένα 10χρονο με τον οποίο θα δεθεί συναισθηματικά. Επιπλέον, θα συναντήσει μια μυστηριώδη νεαρή γυναίκα: είναι η Marie, σύζυγος του Weidel (στο ρόλο Paula Beer που μεταφέρει τους απόηχους της ταινίας Frantz του François Ozon, όπου ήταν πρωταγωνίστρια). Όταν όλα τα εμπόδια θα αρθούν, ο Georg έτοιμος για την πολυπόθητη αναχώρηση, θα βρεθεί προ διλημμάτων...
Βασισμένο σ’ ένα σημαντικό μυθιστόρημα της γερμανικής λογοτεχνίας -το γραμμένο το 1942, Transit της Anna Seghers- η ταινία είναι κατά κάποιον τρόπο το απότοκο μιας μακράς περιόδου κυοφορίας. Η στενή σχέση που ο σκηνοθέτης απέκτησε μαζί του – απόρροια και της σχέσης του με τον μέντορα του και σεναριογράφο του Harun Farocki- σκιάζει όλη τη μέχρι τώρα φιλμογραφία του. Ίσως τα πιο έντονα ίχνη του μπορούμε να βρούμε σε δύο ταινίες του: το θέμα της ταυτότητας στην ταινία Phoenix (2014), την αναχώρηση για το άλλου στην ταινία Barbara (2012).
Ωστόσο, σ’ αυτήν την ταινία αναφορές μπορούμε να βρούμε σ’ ένα πλήθος ταινιών, εντέλει όχι και τόσο ετερόκλητων. Αναφορές τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενο: στην Casablanca (Michael Curtiz, 1942) για αυτούς που φεύγουν αλλά και γι’ αυτούς που μένουν πίσω, τέλος για την περιγραφή αυτής της προαναχωρητικής κατάστασης μέσα από τη φόρμα ενός ερωτικού μελοδράματος. Στην ταινία Mr Klein (Joseph Losey, 1976) αλλά και στις κινηματογραφικές μεταφορές των μυθιστορημάτων της Patricia Highsmith με ήρωα τον Tom Ripley για το να γίνεσαι σιγά – σιγά κάποιος άλλος, το να οικειοποιείσαι την ταυτότητα ενός Άλλου.
Ο Christian Petzold, κατά τη μεταφορά του μυθιστορήματος, προβαίνει σε μια καθοριστική κίνηση, η οποία είναι γεμάτη πολιτικές συνδηλώσεις, τοποθετεί τη δράση στο σήμερα: αναμφίβολα ένα πολιτικό σχόλιο για την Ευρώπη του σήμερα. Μοναδική ένδειξη της εποχής που γράφτηκε το μυθιστόρημα η ενδυμασία του κεντρικού ήρωα. Αυτή η κίνηση του σκηνοθέτη, αφαιρεί το κάθε ιστορικό στοιχείο και τη φόρτιση που πιθανόν έχει και η οποία πιθανώς αποσπά τον θεατή: ο θεατής εστιάζει πάνω στον ήρωα και την κατάσταση που βιώνει, εισέρχεται σε μια επικράτεια όπου ό,τι κυριαρχεί είναι η διάθεση, τα συναισθήματα, η ψυχολογία του κεντρικού ήρωα και όχι τα ιστορικά δράματα. Ο Georg ζει μια ζωή προσωρινή σε δωμάτια ξενοδοχείων, στους προθαλάμους των προξενείων, στους δρόμους ενός λιμανιού. Η προσωρινότητα καθορίζει και τις σχέσεις του: η αδυναμία του να έχει σταθερούς συναισθηματικούς δεσμούς κορυφώνεται στην αποτυχία της σχέσης του με τον 10χρονο μετανάστη Driss. Ωστόσο είναι οι θάνατοι όσων συναντά που σιγά –σιγά συσσωρεύονται: ο Weidel που αυτοκτονεί και του οποίου την ταυτότητα χωρίς να το θέλει οικειοποιείται, ο συνταξιδιώτης του και πατέρας του Driss, οι σύντροφοί του στις ατελείωτες ώρες αναμονής στους προθαλάμους των προξενείων – η λίστα των θανάτων μοιάζει να μην έχει τελειωμό.
"Λένε ότι αυτοί που εγκαταλείφθηκαν ποτέ δεν ξεχνούν.
Όμως δεν είναι αλήθεια. Έχουν τα γλυκερά, θλιμμένα τραγούδια.
Ο οίκτος είναι μαζί τους.
Όσοι φεύγουν, δεν έχουν κανένα.
Δεν έχουν τραγούδια. "
(από τους διάλογους της ταινίας)
Διάστικτη από τον θάνατο, η αφήγηση επαναφέρει συνεχώς το μοτίβο του χωρισμού: όσοι φεύγουν για το Αλλού αφήνουν πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα, εγκαταλείπουν παράλληλα και συναισθήματα. Όμως αυτό είναι κάτι που δεν επικρέμεται ως δαμόκλεια σπάθη πάνω από τον ήρωα: αυτός δεν έχει δεσμούς (… και όσους είχε στο παρελθόν χάθηκαν). Και είναι γι’ αυτό που η έλξη του για την Marie, τη σύζυγος του άνδρα την ταυτότητα του οποίου οικειοποιήθηκε δείχνει τόσο παράταιρη. Μια αληθινή αλλαγή στη ψυχή του. Μόνο όμως προσωρινά όπως θα δείξει και το τέλος της ταινίας.
Χωρίς δεσμούς συναισθηματικούς και αδύναμος να εγκαταλείψει αυτόν τον τόπο, ο ήρωας είναι καθηλωμένος -καλύτερα παγιδευμένος-, μέσα σ’ αυτήν τη διαρκή προσωρινότητα. Καμία εξέλιξη, καμία προοπτική, κανένα συναισθηματικό αποκούμπι. Καμία αναχώρηση. Μόνο η διαρκής περιπλάνησης στους προθαλάμους των προξενείων και τους άδειους δρόμους. Αυτό όμως είναι ένα αληθινό μαρτύριο της ψυχής…
Δημήτρης Μπάμπας