(Ένας πιστός άνδρας)
του Louis Garrel
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Η πρώτη μου ταινία αφορούσε τη συναισθηματική έκφραση: ήταν πυρετώδης και οι χαρακτήρες εξέφραζαν τα συναισθήματα τους. Σε αυτή την ταινία, προσπαθώ να κάνω το αντίθετο: δεν ξέρουμε τι σκέφτονται, δεν μιλάνε για τα συναισθήματα τους. Από αυτή την άποψη, δεν είναι μία συναισθηματική ταινία.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι συναντιούνται ξανά οχτώ χρόνια μετά τον χωρισμό τους, αλλά δεν υπάρχει κάτι μελαγχολικό σ’ αυτό. Απολαμβάνουν τη συνάντηση τους και συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν ξεχάσει ο ένας τον άλλο.
Ο σεναριογράφος Ζαν-Κλοντ Καριέρ κι εγώ αρχίσαμε με μία απλή ιδέα: το γεγονός ότι συχνά αμφιβάλλουμε για τα συναισθήματα μας.
Αυτή η αμφιβολία εκφράζεται από την αφήγηση που ακούγεται πάνω στην εικόνα. Επέλεξα αυτό το όχημα γιατί είναι μοναδικό στο σινεμά και γιατί του έχω μεγάλη αδυναμία, όπως κάποιος μπορεί να έχει αδυναμία σε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής.
Το θέμα είναι συνηθισμένο. Το δραματικό ενδιαφέρον προκύπτει από το γεγονός ότι το κοινό, χωρίς πρόσβαση στα συναισθήματα των χαρακτήρων, μπορεί να προβάλει ό,τι θέλει πάνω τους. Φαντάστηκα τον πρωταγωνιστή σαν έναν αθώο άντρα, κάποιον που ξαναγεννιέται συνεχώς. Τον συναρπάζουν τα πάντα, όπως τους ήρωες του βουβού κινηματογράφου, για παράδειγμα τον Buster Keaton, που δεν προσπαθεί να ανακαλύψει τι γίνεται όταν μία γλάστρα πέφτει στο κεφάλι του, αλλά αναρωτιέται αν έχει ματώσει.
Αν στη λογοτεχνία έχεις το διήγημα και το μυθιστόρημα, επιλέγω να χτίσω αυτή την ταινία σαν διήγημα: μία μικρή ταινία, συναρπαστική και φρέσκια, στον αντίποδα ενός φορτισμένου ψυχολογικού δράματος.
Στην ουσία της, είναι μία σύγχρονη κωμωδία ηθών.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)