(Η ευτυχία)
της Agnès Varda
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_le-bonheur.jpg

Ο Φρανσουά ζει ευτυχισμένος με τη σύζυγο του Τερέζ και τα δύο τους παιδιά σε ένα εργατικό προάστιο του Παρισιού. Εκείνος είναι ξυλουργός και εκείνη μοδίστρα. Όταν ο Φρανσουά πάει σε μια άλλη πόλη για δουλειά γνωρίζει την Εμιλί, υπάλληλο ταχυδρομείου, και ξεκινάει μια σχέση μαζί της που θα φέρει δραματικές αλλαγές στην οικογενειακή του ζωή.
Η Ανιές Βαρντά δηλώνει για την ταινία: «Φαντάστηκα ένα καλοκαιρινό ροδάκινο με τα τέλεια χρώματά του και μέσα του υπάρχει ένα σκουλήκι. Φαντάστηκα πίνακες του ιμπρεσιονισμού που μεταδίδουν μια αίσθηση μελαγχολίας παρόλο που απεικονίζουν καθημερινές ευτυχισμένες σκηνές. Άκουσα Μότσαρτ και σκέφτηκα την υπεροχή του θανάτου. Έγραψα το σενάριο γρήγορα, το γυρίσαμε γρήγορα, όπως το ζωντανό φως των καλοκαιριών που περνούν γρήγορα. Σε έναν κόσμο γεμάτο από προκατασκευασμένες εικόνες ευτυχίας, είναι ενδιαφέρον να διαλύεις τα κλισέ»
Ο Richard Brody στον New Yorker γράφει για την ταινία: «Πρόκειται για μια ταινία όπου η συναισθηματική ζωή και η αισθησιακή απόλαυση απεικονίζονται μέσα από το πρίσμα της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και του φιλοσοφικού στοχασμού. Η Βαρντά κατορθώνει αυτή την ανάλυση με μια εικονογραφική ιδιοφυία. Δεν υπάρχει κάποιος αφηγητής ή ξεκάθαρα φιλοσοφικό περιεχόμενο για να δείξει την άποψη του κοινωνικού ερευνητή, μόνο οι καταπληκτικές εικόνες και το εμφανές, κατακερματισμένο μοντάζ τους, μέσα από το οποίο αποδίδουν το κρυμμένο τους περιεχόμενο».
Η Amy Taubin γράφει για την ταινία: «Μεγαλύτερη πρόκληση ακόμα και από τους γυναικείους χαρακτήρες της είναι οι ερωτήσεις που θέτει γύρω από τη γυναικεία υποκειμενικότητα. Ποιος μιλάει για την γυναικεία εμπειρία και την υποκειμενικότητα σε μια κοινωνία  παγκόσμιας πατριαρχίας όπου οι γυναίκες είναι προορισμένες από τη γέννηση τους να μην μιλούν για τον εαυτό τους; Η Τερέζ και η Εμιλί στην ταινία Le Bonheur είναι ακραία παραδείγματα γυναικών που δεν μιλούν, γυναικών που καταπιέζουν τη γνώση των ίδιων τους των συναισθημάτων και των επιθυμιών, για να μην έρθουν σε σύγκρουση με την «ευτυχία» του συζύγου ή του εραστή τους. […] Περισσότερο και από τη φεμινιστική πολιτική άποψη της ταινίας που ήταν μπροστά από την εποχή της, είναι στο επίπεδο της φόρμας που η ταινία μας συγκλονίζει και  προκαλεί τόσες αντικρουόμενες ερμηνείες. Κάποιος μπορεί να δει μόνο την εναρκτήρια και την τελική σκηνή για να καταλάβει την πολυπλοκότητα της στρατηγικής της Βαρντά».

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)