(Η εμμονή)
του Antoine Raimbault
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Ένας φίλος μου, το 2009, μου μίλησε για τον Ζακ Βιγκέρ, καθηγητή Νομικής στην Τουλούζη και μου τον περιέγραψε ως έναν κάπως παράξενο άνδρα, αλλά πολύ κινηματογραφόφιλο, τον οποίο και είχε γνωρίσει σε ένα φεστιβάλ και ο οποίος κατηγορείτο πως δολοφόνησε τη σύζυγό του, που είχε εξαφανιστεί πριν από εννέα χρόνια. Πρότεινε το θέμα αυτό να γυριστεί σε ταινία. Του απάντησα πως τέτοιες ταινίες δεν γυρίζονται στη Γαλλία, καθώς το σύστημα απονομής δικαιοσύνης είναι ιδιαιτέρως περίπλοκο και δεν είναι ανάλογο του αμερικάνικου. Στη Γαλλία είναι ελάχιστες οι δίκες παρουσία ενόρκων, καθώς, συνήθως, ένας δικαστής ρωτάει και τις δύο πλευρές, σταθμίζει τις αποδείξεις και μετά ακούει τους συνηγόρους και αποφασίζει.
Γοητευμένος, όμως, από την παράξενη αυτή υπόθεση, παρακολούθησα δύο δίκες του Ζακ Βιγκέρ. Και στα έδρανα του Κακουργιοδικείου γνώρισα τα παιδιά του Ζακ και της Σούζι, τα οποία είχαν μεγαλώσει ακούγοντας, επί δέκα χρόνια, πως «Η μαμά εξαφανίστηκε και ο μπαμπάς κατηγορείται πως την σκότωσε». Ξαφνικά ανακάλυψα τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μου, αλλά και τον πόνο μιας οικογένειας καταδικασμένης στην αβεβαιότητα. Κατά τη γνώμη μου, ο κινηματογράφος οφείλει μεταξύ άλλων να δίνει και μια άλλη προοπτική. Να αφηγηθεί αυτή τη δίκη και να φωτίσει από κοντά τη διαδικασία της δικαιοσύνης. Να μας παρουσιάσει τη λειτουργία του Κακουργιοδικείου σήμερα. Να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε την πολυπλοκότητα της διαδικασίας και να κατανοήσουμε το δράμα που εξελίσσεται κατά τη διάρκεια μιας δίκης. Η ταινία σέβεται όσα ελέχθησαν στο κοινό και στις τηλεφωνικές συνομιλίες. Αναφορικά με την υπόθεση δεν χρειάστηκε να επινοήσουμε κάτι. Τα πάντα είναι αληθινά. Μόνο η Νόρα είναι φανταστικό πρόσωπο στην υπόθεση αυτή.
Λόγω έλλειψης στοιχείων, η δικαστική αλήθεια είναι ουσιαστικά βασισμένη σε φήμες και συκοφαντίες. Είναι εύκολο να δημιουργήσεις έναν ένοχο βασισμένος σε συναισθήματα, προβολές και φαντασιώσεις. Η δικαιοσύνη πρέπει να απονέμεται και ο ένοχος να τιμωρείται, οπότε πρέπει να είναι κανείς απόλυτα πεπεισμένος όταν βγαίνει μια απόφαση. Από την άλλη, μπορούμε να αφηγηθούμε μια αλήθεια που να μοιάζει λογική, ορθολογική, ικανοποιητική και τελεσίδικη. Και τελικά φτάνουμε στο σημείο να μην έχει σημασία αν κάποιοι αμφιβάλουν ή αν δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Αυτόν ακριβώς τον περίεργο μηχανισμό πραγματεύεται η ταινία: την κυριαρχία της πεποίθησης και των προκαταλήψεων έναντι της λογικής. Η ταινία δεν είναι ακαδημαϊκή. Οι ερωτήσεις με ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από τις απαντήσεις. Και τι άλλο μας δείχνει η ταινία; Πως η αναζήτηση της αλήθειας μπορεί να σε τρελάνει.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)