(Ο φιλοξενούμενος)
του Duccio Chiarini
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Η ιδέα πίσω από την ταινία ήταν να αφηγηθούμε τα στάδια που έχουν να κάνουν με το τέλος της αγάπης, με όλη την επίπονη και ειρωνική πολυπλοκότητά που έχει αυτό το τέλος. Από την απόπειρα να το προλάβουμε πριν έρθει, πεπεισμένοι ότι υπάρχει μια χειρονομία που θα άλλαζε την πορεία της σχέσης ή μια φράση που αν ειπωθεί η αγαπημένη θα επιστρέψει, μέχρι την εξαντλητική αναζήτηση μιας μαγικής αποκάλυψης στις συμβουλές των άλλων (που ξαφνικά μας φαίνονται σοφοί, ενώ στην πραγματικότητα αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα και ανασφάλειες).
Σε αυτό το μονοπάτι, είμαστε συχνά αναγκασμένοι να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις ίδιες τις ζωές μας: ξαφνικά είμαστε χαμένοι και μπερδεμένοι και προσπαθούμε απελπισμένα να επαναπροσδιορίσουμε τους εαυτούς μας σε όλες τις πτυχές που είναι ακόμα υπό τον έλεγχο μας. Ένα μονοπάτι που μοιάζει πολύ με ένα ταξίδι στο άγνωστο, έχοντας μια ασαφή ιδέα για τον προορισμό μας, σαν να ψάχναμε για την ευτυχία: ένα ταξίδι γεμάτο δισταγμούς, στο οποίο κάθε βήμα μας βοηθά να καταλάβουμε κάτι για τον εαυτό μας.
Από τότε που άρχισα να σκέφτομαι αυτή την ιστορία χωρισμού και αναγέννησης, είχα σαν οδηγό μου την αίσθηση ότι κάτι συνέβαινε πολύ αργά στη ζωή του πρωταγωνιστή μας, σαν να υπήρχε μια έλλειψη συντονισμού μεταξύ της ψυχολογικής του εξέλιξης και του βιολογικού του κύκλου. Αυτό το συναίσθημα μελαγχολικής αλήθειας, που ένιωσα ότι είναι πολύ κοντά σε μένα και τους συνομήλικους μου, μου έδωσε την ιδέα ότι μια «ιστορία καθυστερημένης ανάπτυξης» μπορεί να είναι ένας αυθεντικός και ειλικρινής τρόπος για να εξηγήσουμε κάποια από τα χαρακτηριστικά της υπερπρογραμματισμένης γενιάς στην οποία ανήκω. Είναι μια γενιά που πέρασε χρόνια εξειδίκευσης στη θεωρητική πλευρά χιλιάδων πανεπιστημιακών ειδικοτήτων, χωρίς να βρίσκει ένα χώρο για να εξασκήσει τη γνώση που απέκτησε, σαν να χρειαζόταν πάντα νέες επιβεβαιώσεις πριν πάρει μια απόφαση που μπορεί τελικά στην πράξη να ήταν λάθος.
Από αυτή την αρχική ιδέα, ανέπτυξα την εξιστόρηση αυτής της στιγμής ωρίμανσης ενός άνδρα που φτάνει τα σαράντα παρατηρώντας τον από διαφορετικές πλευρές. Άρχισα να σκέφτομαι την κρίση στη σχέση του σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια του στη δουλειά του, αλλά περισσότερο από όλα σε σχέση με τη θέση του ως γιος. Καθώς η ιστορία γεννιέται από την επιθυμία του να γίνει πατέρας, επιθυμία που δεν μοιράζεται και η σύντροφος του, σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε αυτό το πέρασμα στην ενηλικίωση.
Υπάρχει, λοιπόν, η πλευρά της σχέσης του Γκουίντο με τους γονείς του, οι οποίοι σιγά-σιγά αλλά αναμφισβήτητα γερνούν. Η μεταμόρφωση του γιου χωρίς ευθύνες σε έναν ενήλικα που πρέπει να φροντίσει τους ηλικιωμένους γονείς του, ήταν μια συναισθηματική αλλαγή που ήταν πολύ κοντά σε εμένα. Και στην πρώτη μου ταινία και στον Φιλοξενούμενο, με ενδιαφέρει η άποψη ενός εύθραυστου άνδρα για την πολυπλοκότητα των σχέσεων. Αν και ο Γκουίντο είναι σχεδόν σαράντα, ακόμα φαίνεται να βασανίζεται από εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι συνομήλικοι του, άνδρες που δεν μπορούν να καθορίσουν τον εαυτό τους απέναντι στο άλλο φύλο, καθώς δεν υπάρχει πια ο παραδοσιακός ορισμός για το τι είναι ένας άνδρας, ενώ έρχονται αντιμέτωποι με γυναίκες πολύ διαφορετικές από τις μητέρες τους. Από αυτή την άποψη, σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να εξιστορήσω την επιθυμία ενός άνδρα να γίνει πατέρας, αντιστρέφοντας τα στερεότυπα των προηγούμενων ετών. Αυτή ήταν μια απόφαση που πήρα όχι τόσο για την αυθεντικότητα της ιστορίας, αλλά ως μια επιθυμία μου να παρουσιάσω τη δυναμική των σύγχρονων σχέσεων.
(πηγή σημειώσεις της παραγωγής)