ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ την κυκλοφορία στα ελληνικά του μυθιστορήματος του Χάινριχ Μπελ «Μπιλιάρδο στις εννιάμισι», από τις εκδόσεις Πόλις, Οκτώβριος 2018.
«Ασυμφιλίωτοι ή Μονάχα η βία βοηθάει εκεί όπου η βία βασιλεύει», 1965. Μια ταινία των Jean-Marie Straub-Daniѐle Huillet, βασισμένη στο βιβλίο του Χάινριχ Μπελ «Μπιλιάρδο στις εννιάμιση». Παραθέτουμε αποσπάσματα από την εισαγωγή του Jean-Marie Straub, Oχτώβρης 1972, σε μια εισαγωγή του για την προβολή της ταινίας στην Ιταλική τηλεόραση.
[…]« Μέσα απ’ αυτήν την οικογένεια που συνειδητοποιεί μόνο σ’ ένα περιορισμένο σημείο (αφού είναι αστική) όσα γεγονότα τη χτυπούν, στο μέτρο δηλαδή που θέλει και μπορεί να τα γνωρίζει, μέσα απ’ αυτή την αστική οικογένεια , η ταινία αφηγείται 50 χρόνια γερμανικής ιστορίας, από το 1910 μέχρι το λεγόμενο μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα. Την ιστορία ενός λαού που έχασε την επανάστασή του (το 1849) και που δεν κατάφερε να ελευθερωθεί από το φασισμό, δηλαδή από το ναζισμό (η απελευθέρωσή της ήρθε από το εξωτερικό) και γι’ αυτό μένει, ακόμη, λίγο ως πολύ φυλακισμένη στο παρελθόν της. Μέσα στην ταινία – όπως και σε διαφορετικά επίπεδα μέσα στους χαρακτήρες – παρελθόν (1910, 1914, 1934, 1942, 1944-45) και παρόν είναι λίγο ως πολύ στο ίδιο πλάνο και μ’ αυτό τον τρόπο η ταινία γίνεται ένας στοχασμός πάνω στη συνέχεια του ναζισμού μ’ αυτό που προηγήθηκε και ακολούθησε: τον αντικομμουνισμό (πριν από τον βίαιο αντισημιτισμό), τις ψεύτικες ηθικές αξίες (καθωσπρεπισμός, σοβαρότητα, τιμή, πίστη, τάξη…) και τον πολιτικό οπορτουνισμό. Για τη γιαγιά (το κάπως σχιζοφρενικό και κλεισμένο στο παρελθόν πρόσωπο) η συνέχεια είναι τέλεια, και απόλυτη η συνείδηση ότι το παρελθόν κλείνει μέσα του το ναζισμό, και ότι παρελθόν και παρόν συγχέονται. Όταν μιλάει για τα γραμματόσημα με τους αρχηγούς του Κράτους και για την οικονομική κρίση που γέννησε το ναζισμό –η ίδια μπερδεύει τον Χίντεμπουργκ, τον Χίτλερ και τον Αντενάουερ –, λέει: «Έβλεπα πώς περνούσε ο καιρός. Βρισκόμαστε σε αναβρασμό, έπεφτε ξύλο, δίναμε ένα δισεκατομμύριο για μια καραμέλα και ύστερα δεν είχαμε ούτε τρεις δεκάρες για ένα ψωμάκι. Δεν ήθελα ν’ ακούσω το όνομα του σωτήρα, αλλά το κολλούσαν στα γραμματόσημα πάνω στα γράμματά τους κι άρχιζαν το ίδιο τροπάρι: καθωσπρεπισμός, σοβαρότητα, τιμή, πίστη, νικημένοι ή ανίκητοι, τάξη…»
[…] «Τα παρακάτω είναι τα ντοκουμέντα θεμέλια του φιλμ: 1) Δύο σεκάνς επικαίρων: 1944- ξεκίνημα για τον πόλεμο, 1944-45, ερείπια του αββαείου του Μόντε Κασίνο. 2) Το 1933 έξι νέοι κομμουνιστές (ο ένας από αυτούς ήταν μόλις 18 χρονών), στην Κολωνία, μετά από νόμιμη δίκη, αποκεφαλίστηκαν με τσεκούρι. Σε πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που αντιστέκονταν στο ναζισμό, είχε εφαρμοστεί το μαστίγωμα με βούρδουλα από αγκαθωτό συρματόπλεγμα. 3) Δυο μνημεία, που βρίσκονται στην Κολωνία, εμφανίζονται πριν αρχίσει η ταινία. Το πρώτο, κάτω από τον τίτλο της ταινίας, είναι αφιερωμένο στα θύματα της Γκεστάπο. Το δεύτερο, κάτω από τα ονόματα των ηθοποιών είναι αφιερωμένο στις εκατοντάδες χιλιάδες θυμάτων από τους βομβαρδισμούς των Άγγλων και των Αμερικανών στις λαϊκές συνοικίες και το κέντρο της Κολωνίας».
Τα στοιχεία αντλήθηκαν από την έκδοση του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος», με τη συνεργασία του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και του Ινστιτούτου Γκαίτε. Οι ταινίες προβλήθηκαν στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του ’77, σε συνεργασία (συνδιοργάνωση) του περιοδικού με τα δύο Ινστιτούτα. Την επιλογή των κειμένων είχε ο Μιχάλης Δημόπουλος. Μεταξύ των συνεργατών οι Χρήστος Βακαλόπουλος και Νίκος Σαββάτης.
Το «Μπιλιάρδο στις εννιάμισι» του Χάινριχ Μπελ, από τις εκδόσεις Πόλις, Οκτώβριος 2018 και Δεκέμβριος 2018, κυκλοφορεί σε μετάφραση και σημειώσεις Μαργαρίτας Ζαχαριάδου και επίμετρο των Μαργαρίτας Ζαχαριάδου και Γιάννη Πάγκαλου.