(Just Don't Think I'll Scream)
του Frank Beauvais
“ Κυριολεκτικά βυθίζομαι μέσα στις ταινίες των άλλων. Χάνω κάθε διάθεση να γράψω, να κινηματογραφήσω ή να κάνω οτιδήποτε άλλο. Η φωλιά μου γίνεται κλουβί, το καταφύγιο μου φυλακή. Και όλες αυτές οι ταινίες δεν είναι πια παράθυρα αλλά καθρέφτες.”
Ένας άντρας σε κατάσταση πανικού. Κινηματογραφιστής. Μόνος. Έξι μήνες έγκλειστος σε ένα σπίτι στην αλσατική επαρχία, μετά από έναν επώδυνο χωρισμό. Κοιμάται τη μέρα, βλέπει ταινίες τη νύχτα. Σταχυολογεί. Στοχάζεται. Σχολιάζει με έναν έντονο σαρκαστικό τόνο. Τη ζωή του σε φλας μπακ. Την απώλεια του πατέρα του. Τη χώρα του σε εμπόλεμη κατάσταση. Τους συμπολίτες του. Το προσφυγικό. Τη δική του αδράνεια. Και φυσικά το σινεμά, το καταφύγιο που φθονεί. Σαν τους καταραμένους ποιητές... Είναι ο 45χρονος Frank Beauvais, προγραμματιστής φεστιβάλ και δημιουργός οχτώ ταινιών μικρού μήκους σε μια αυτοβιογραφική ταινία στην οποία δεν εμφανίζεται ποτέ. Για 75 λεπτά ακούμε μόνο τη φωνή του, ενώ παράλληλα μια αδιάκοπη ροή εικόνων κατακλύζει την οθόνη. Ενας καταιγισμός αποσπασμάτων διάρκειας ελάχιστων δευτερολέπτων από εκατοντάδες ταινίες, κυρίως τρόμου και B-movies της δεκαετίας του 70. Μια μονταρισμένη κραυγή από εικόνες και λέξεις που εκφράζουν την αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς και εγκατάλειψης του δημιουργού τους. Τη βαθιά του μελαγχολία. Το φόβο, την κατάθλιψη. Αλλά και την απεγνωσμένη του προσπάθεια για έξοδο από την εσωστρέφεια και επιστροφή στην κανονικότητα.
Αυτοβιογραφικό χρονικό μιας περιόδου απόγνωσης, ημερολόγιο από συρραφή μονταρισμένων κινηματογραφικών πλάνων (βωβών, ασπρόμαυρων και έγχρωμων) ή μελαγχολική ωδή στο σινεμά; Το Just don't think I'll scream είναι κυρίως ένας καθηλωτικός μονόλογος. Μια υπνωτική εμβύθιση στο σώμα και στον ψυχισμό του Beauvais, ενός ανθρώπου παγιδευμένου στην ηρεμία της κατατονικής γαλλικής επαρχίας, στην εμμονή του στο σινεμά, στον ίδιο του εντέλει τον εαυτό. Η κατασκευή του είναι άψογη. Μια λεπτομερειακή καταγραφή του εξάμηνου εγκλεισμού του, μια εκ βαθέων σε voiceover εξομολόγηση, εικονογραφημένη σε κάθε της βήμα από σύντομα βωβά πλάνα, ασπρόμαυρα ή έγχρωμα στο κανονικό τους φορμάτ. Εικόνες απρόβλεπτες, απωθητικές αντικειμένων, σπανίως προσώπων, που ξεκομμένες από το κινηματογραφικό τους σώμα αποκτούν νέα διάσταση. Συνδιαλέγονται με τις σκοτεινές μέρες του δημιουργού, απεικονίζουν την προβληματική σχέση με τον πατέρα του, την οργή του, την ενοχική του συνείδηση. Φωτίζουν την οξυδερκή του ματιά, τονίζουν το σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό του. Ένα παιχνίδι αντανάκλασης οπτικού- λεκτικού, που εξελίσσεται σε κινηματογραφικό δοκίμιο. Μια τολμηρή απόπειρα που με αφετηρία της μια προσωπική παρόρμηση μεταλλάσσεται σε φιλοσοφική προσέγγιση ενός μοναχικού λύκου της στέππας. Μια μαρτυρία που ταλαντεύεται ανάμεσα σε έναν νοσηρό μηδενισμό και σε έναν παροξυστικό ενθουσιασμό, και που παρά τον επιφανειακό ναρκισσισμό της δεν καταντά ποτέ ομφαλοσκοπική. Ο Beauvais που ξεκινάει από το σινεμά και καταλήγει σ' αυτό -ευχή και κατάρα για τον ίδιο -θα βρει τη δύναμη μέσα από ένα καθαρτήριο ταξίδι ψυχοθεραπείας να συνθέσει από τα θραύσματα του εαυτού του και της τέχνης του ένα μοναδικό δημιούργημα που συνδυάζει την ονειρική- σουρεαλιστική δύναμη του Απολλιναίρ, με την ποιητική του Πεσσόα και την καυστική του Μισέλ Ουελμπέκ.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]