(Η βασίλισσα της καρδιάς)
της May el-Toukhy
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_queen-of-hearts.jpg

ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΖΕΤΑΙ
Φιλοτεχνώντας κινηματογραφικά, με τόλμη και ακρίβεια, σε μια πολύ σοβαρή προσπάθεια το πορτρέτο που κατασκευάζεται να μη μείνει μόνο στο απλό περίγραμμα, η Δανή σκηνοθέτις Μέι Ελ-Τούκι, κατά την άποψή μου, μας δίνει τη δεύτερη (η πρώτη είναι το «Πορτρέτο γυναίκας που φλέγεται» της Σελίν Σιαμά) πολύ τολμηρή και επιτυχημένη προσπάθεια να αποδοθούν, μέσα από μια έντονη γυναικεία κινηματογραφική οπτική, πορτρέτα γυναικών, που οι ιστορίες τους μπορούν να μας συγκινήσουν και να μας απασχολήσουν σοβαρά, θέτοντας με τολμηρό τρόπο, ουσιώδη ανθρώπινα προβλήματα. Εστιάζοντας σε έναν «αρνητικό» γυναικείο χαρακτήρα, αυτή τη φορά.
Μια ώριμη γυναίκα, επιτυχημένη δικηγόρος, με ειδίκευση σε νεαρά άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση, σύζυγος επιτυχημένου γιατρού και μητέρα δύο μικρών κοριτσιών, παραβαίνοντας τους κανόνες κάθε δεοντολογίας (επαγγελματικής ή ηθικής φύσεως), αποπλανά τον νεαρό γιο του συζύγου της, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τη χαμένη ερωτική της αυτοπεποίθηση, και να ξανακερδίσει τον εξανεμισμένο ερωτικό της χρόνο (κοντά σ’ έναν σύζυγο που μοιάζει κουρασμένος, τόσο σεξουαλικά όσο και συναισθηματικά). Πρόκειται για μια ζωή βυθισμένη στην ευμάρεια και στην βαθύτατη ανία. Μια συζυγική απιστία, εκκινώντας από την ανάγκη μιας γυναίκας να ευχαριστηθεί ερωτικά με έναν κατά πολύ νεότερό της άνδρα, ξεκινά ως απλή παράβαση, ένα ατόπημα συγχωρητέο από κάποιον που βλέπει τα πράγματα με επιείκεια, ελαστικότητα και ανεκτικότητα, εντελώς απαράδεκτο (σχεδόν θανάσιμο αμάρτημα) για κάποιον περισσότερο αυστηρό και συνετό παρατηρητή (βλ. την αδελφή της ηρωίδας) και λίγο-λίγο παίρνει δραματικές διαστάσεις, για να καταλήξει σε τραγωδία.
Η Μέι Ελ-Τούκι, κατά τη γνώμη μου, επιτυγχάνει στο εξής: με αφετηρία μια ζοφερή, κατά το μάλλον ή ήττον, ιστορία συζυγικής απιστίας, και ανθρώπινης επιπολαιότητας, ταυτοχρόνως μας δίνει και το αδρά σκιαγραφημένο πορτρέτο μιας ολόκληρης κοινωνίας, που ζει πλάι σε δάση (κινηματογραφημένα λοξά, τονίζοντας με αυτή τη λοξότητα όλη την πασίδηλη ανισορροπία καταστάσεων και συναισθημάτων), σε άνετα και κομψά σπίτια, μες στην ευμάρεια και στην πολιτισμένη συμπεριφορά, ενόσω το ηφαίστειο της συναισθηματικής αστάθειας και της απόγνωσης, λόγω αποτυχημένης ανθρώπινης επικοινωνίας, σιγοβράζει υπογείως, μέχρι την τελική τρομακτική και καταστροφική έκρηξή του. Ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός, και κάτι που μοιάζει φθαρμένο και καταδικασμένο, μπορεί να κρύβει μέσα του ψήγματα απίθανης ευαισθησίας, γενναιότητας, και φιλότιμου. Ένας παραστρατημένος γιος, ένα απολωλός πρόβατο, ένας έφηβος που δεν χωρά σε καμιά απολύτως οικογένεια, με το εθελούσιο ή με το ακούσιο τραγικό του τέλος, μπορεί να δώσει μια αποστομωτική απάντηση σε όλα τα διλήμματα μιας κοινωνίας, που ενώ υποστηρίζει ότι γνωρίζει στην εντέλεια με ποιο τρόπο κινείται και συμπεριφέρεται, στην πραγματικότητα δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα.
Με την εκπληκτική πάντα Trine Dyrholm.

(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)