(Τα άγρια αγόρια)
του Bertrand Mandico
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
«ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΑΓΟΡΙΑ», 2017, του Μπερτράν Μαντικό. Ένα αγόρι, λουσμένο στους λευκούς χυμούς της φύσης και της ζωής. Κι επειδή η φύση και η ζωή έχουν μέσα τους άφθονο, ζωογόνο σπέρμα, αυτό φτάνει και περισσεύει ώστε να λούσει, να ποτίσει και να ταΐσει, και τα υπόλοιπα αγόρια της παρέας, αυτούς τους ατίθασους, βίαιους, έφηβους που βγαίνουν σχεδόν από μια ανύπαρκτη εποχή, χαμένη στο σήμερα ή στα βάθη του χρόνου, και οι οποίοι, προκειμένου να γνωρίσουν τι υφή, γεύση, οσμή, χρώμα και σχήμα θα μπορούσε να έχει η ελευθερία τους, οφείλουν να διαπράξουν ένα έγκλημα, ενώ στη συνέχεια να υποστούν την προβλεπόμενη τιμωρία και την επακόλουθη μύηση στην ανθρώπινη συνθήκη, όπως και στη ζωώδη κατάσταση του μη εξημερωμένου θηρίου. Όλα είναι άγρια. Από τη φύση με τα μουγκρητά του ωκεανού, μέχρι την κινηματογράφηση με τους πιο εξευγενισμένους ήχους μιας ευρείας γκάμας μουσικής επένδυσης. Σε μια παράξενη, φανταστική, σουρεαλιστική, ονειρική, περιπετειώδη, κοκ, ιστορία, σκληρού σωφρονισμού κι άλλο τόσο σκληρής μύησης. Η ταινία με τα περισσότερα σημεία αναφοράς, παρόμοιο φιλμ είχα χρόνια να δω. Από τον Ιούλιο Βερν μέχρι τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, via Λοτρεαμόν, Μπλέικ, Ρεμπώ, Πόε, Στήβενσον ή Ντέηβιντ Λυντς και Ραούλ Ρουίζ, και δεν ξέρω τι άλλο ή πόσα ακόμη «βλέμματα και κλεισίματα ματιού» μπορεί να βρει κάποιος μες στη ροή των εκρηκτικών πλάνων της. Μέχρι και στην ελληνική μυθολογία, στο ανδρόγυνο σύμπαν της, είναι ικανή να μας βυθίσει αυτή η ταινία. Με σοβαρή και πολύ ενδιαφέρουσα εικαστική άποψη, με ιδιαίτερο σφρίγος στην κινηματογράφηση, νομίζω ότι παρουσιάζει το πρόβλημα που είναι απολύτως φυσιολογικό να παρουσιάζει μια ταινία αυτού του είδους, η οποία ακροβατεί συνεχώς πάνω σε λεπτό, τεντωμένο σχοινί. Η υπερβολή, και το διαρκές άγχος να μη γλιστρήσουμε και πέσουμε. Ο ωκεανός, η άμμος, η ζούγκλα, τα αποκυήματα της φαντασίας και του ονείρου, του υποσυνείδητου, της κοινής μέθης ή της μαστούρας, είναι απολύτως φυσιολογικό να κρύβουν παγίδες. Ίσως για τούτο, μερικές φορές μες στην ταινία, χάνουμε την πρωτογενή μαγεία ενός Κοκτώ και νιώθουμε πως παρακολουθούμε ένα επιδέξιο και με εικαστικές αξιώσεις, σπινθηροβόλο, σπινταριστό βίντεο κλιπ, πλην όμως αυτό και μόνο. Φαντάζομαι πως έρχομαι σε ευθεία σύγκρουση με πολλούς εκστασιασμένους θεατές. Αυτά όμως έχουν ο κινηματογράφος και η ζωή.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)