(Πιροσμάνι)
του Giorgi Shengelaia
Σε αυτό το αντιπροσωπευτικό έργο από το γεωργιανό σινεμά-φολκλόρ, η αναπαράσταση της ζωής του ζωγράφου Niko Pirosmanshvili (1862-1918) ακολουθεί την χριστιανική αγιογραφία, καθώς η λιτή περιφορά του αγαθού καλλιτέχνη από τα φαλακρά βουνά της Γεωργίας στην σαν από σμάλτο πολύχρωμη Τιφλίδα μοιάζει με τα Πάθη του Ιησού, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, επίσης, και με την αδυναμία της κοινωνίας να συγκροτηθεί απέναντι στην «ετερότητα».
Η αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο της κοινότητας και της οικογένειας πλανάται σαν δημιουργική κατάρα της πορείας του μοναχικού ζωγράφου προς την «επιστροφή» σε αυτή στο φινάλε της ταινίας: έχοντας πλαγιάσει σε εμβρυακή στάση στη μικροσκοπική αποθήκη, όπου σαν τον Διογένη τον Λαέρτιο, ζει «πεθαίνοντας». Ο Shengelaia μιμείται την αισθητική του μεγάλου συμπατριώτη του και φιλμάρει τους εσωτερικούς χώρους με έντονα χρώματα ενώ στα εξωτερικά πλάνα δεσπόζει η ναΐφ αφαίρεση που χαρακτήριζε τους βουκολικούς πίνακες του ζωγράφου.
Σαν «Ιησούς» του λαού, δίχως κήρυγμα αλλά μόνο με την σοφία της επαφής με την ετερότητα πριν από «κοινωνικούς» προσδιορισμούς, ως «έτερο» καθαυτό, ο Pirosmani αδυνατεί να κατανοήσει την εμπορευματική λογική ή το χρήμα, κι έτσι το τυροκομείο το οποίο διαχειρίζεται με τον κουμπάρο του στη «μέση του πουθενά» πέφτει έξω και με τους δυο πίνακες που κοσμούν την είσοδο να πωλούνται όσο ορίσει ο αγοραστής, αφού ρόλος «πωλητή» δεν υφίσταται ως «παράσταση» στην κοσμοεικόνα του καλλιτέχνη.
Το προξενιό με την κοπέλα του διπλανού χωριού δεν θα ευοδωθεί και ο Pirosmani αυτοεξορίζεται περιπλανώμενος στα καπηλειά και τις ταβέρνες της Τιφλίδας (θαυμάσια η σε παστέλ χρώματα απεικόνιση της γεωργιανής πρωτεύουσας), ανταλλάσσοντας τα έργα του για φαγητό και πιοτό (σε αντιστοιχία με τον «δικό μας» Θεόφιλο). Σιωπηλός θαυμαστής της θεατρίνας Μαργαρίτας, ο ζωγράφος δεν διστάζει να ευχηθεί από καρδιάς στην παρά λίγο γυναίκα του την οποία του προξένεψαν, όταν τη συναντά τυχαία, εκείνη τώρα σέρνοντας ένα τσούρμο κουτσούβελα.
Κι όταν τον εντοπίζουν οι διακεκριμένοι «επαγγελματίες» ζωγράφοι και τον ρωτούν για την επιθυμία του, εκείνη πηγάζει από την ψυχή ενός παιδιού, όπως όταν ο Pirosmani εκμυστηρεύτηκε όλο χαρά το όνειρό του: «Να χτίσουμε ένα ξύλινο σπίτι και με ένα σαμοβάρι να πίνουμε τσάι με τους φίλους μας». Η πρωτοχριστιανική εμμονή με την «λογική» της καρδιάς είναι, ωστόσο, ζωσμένη με κάλεσμα και πείσμα δαιμονισμένης δημιουργίας με τον «Άη-Γιώργη» να τον προστάζει, από το φαντασιακό και τα μύχια της ψυχής του αλαφροΐσκιωτου ζωγράφου, «Ζωγράφιζε!»
Η μαρτυρολογία του Pirosmani θα διαβεί μέσα από τον χλευασμό από τον τοπικό τύπο, την εσωτερική πάλη με τις σαρκικές επιθυμίες (ακόμα και της λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας του) –σιωπηλά και σχεδόν δυσδιάκριτα δοσμένες από τον Shengelaia– την αποκοπή που από την «εστία», την μη πραγματοποίηση του ταπεινού ονείρου, το χρέος του προς την κοινότητα, όταν οι συντοπίτες του τον κλειδώνουν σε ένα δωμάτιο για να ζωγραφίσει το Πάσχα.
Η «ανάστασή» του, καθώς ψιθυρίζει «πεθαίνω» στον αμαξοδηγό που τον εντοπίζει και τον περιμαζεύει από το καμαράκι του ολοκληρώνει μια ταινία-περιπλάνηση σε πινακοθήκη μιας πολύχρωμης στα συναισθήματα και αρχοντικά ασκητικής μορφής.
Σπύρος Γάγγας
Pirosmani / Πιροσμάνι (Giorgi Shengelaia, ΕΣΣΔ, 1969)