(Κάτω από τα ηλεκτρικά σύννεφα)
του Aleksey German Jr.
Στη μεγάλη παράδοση του εσχατολογικού -σωτηριολογικού σοβιετικού και ρωσικού σινεμά προστίθεται ακόμα ένα φιλόδοξο πόνημα, αυτή τη φορά από τον γιο του φημισμένου Aleksey German ο οποίος άφησε σημαντικό κινηματογραφικό αποτύπωμα παρά την περιορισμένη φιλμογραφία του. Εδώ, ο German Jr. επιδίδεται σε μια αποσπασματική αφήγηση με πλοηγό στο χιονισμένο τοπίο τα άκρως εντυπωσιακά πλάνα που συνδυάζουν αρμονικά μεγαλοπρέπεια και παρακμή.
Η κριτική που επιχειρείται έχει ως άξονα τον πολιτισμό και την εργαλειακή απονέκρωσή του στην σύγχρονη, μετα-κομμουνιστική Ρωσία. Με έντονο το ασιατικό στοιχείο, καθώς Ιάπωνες μεγαλοεπενδυτές, αναφορές στην Κίνα, Κιργίζιοι εργάτες και αγαλματίδια του Βούδα παρεμβάλλονται στις οκτώ σύντομες ιστορίες, οι τύχες των χαρακτήρων τέμνονται από την έντονη αίσθηση του απραγματοποίητου, εντός ενός συναισθηματικού κόσμου παγερού και συννεφιασμένου, όπως το τοπίο της στέπας και με μόνιμο σημείο αναφοράς την θαμπή όψη ενός μισοτελειωμένου ουρανοξύστη που σαν τσιμεντένιο κατάρτι χάσκει βουβός και καρτερικός ως προς την τύχη του και μαζί αυτής ολόκληρης της Ρωσίας.
«Panasonic-Kurosawa-Harakiri-Sushi» είναι ο κώδικας επικοινωνίας όπου σαν σε γλωσσική κονσέρβα η συμπίεση της κουλτούρας των Ιαπώνων με την οποία αποκρίνεται η Sasha σε αυτούς ως αρνητική απόκριση στην άναρθρη σύντμηση της πρόθεσης αγοραπωλησίας της γης, εφόσον συμφωνηθεί να κατεδαφιστεί το δυσλειτουργικό πια κτίριο. Πέραν του Κιργίζιου εργάτη και την όξυνση της αλλοτρίωσης και του αποκλεισμού του μέσα από το βίαιο περιστατικό στο οποίο άθελά του εμπλέκεται, δυο αδέλφια καλούνται να διαχειριστούν τα οικόπεδα του πατέρα τους, ένας απογοητευμένος ξεναγός καλείται επίσης να διαχειριστεί το κλείσιμο του μουσείου από νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες, ενώ περιπλανώμενες φιγούρες επικοινωνούν με τους νεκρούς ή προσπαθούν να σώσουν άλλους από αυτή την κατάληξη. Σε όλα τα επεισόδια, η χορογραφημένη σκηνοθεσία του German Jr. «παγώνει» από τα ανυπέρβλητα επικοινωνιακά, πολιτισμικά και ηθικά εμπόδια της κατακερματισμένης Ρωσίας.
Ο German φιλμάρει με εξαιρετικά κομψές στατικές λήψεις την πόλη (το λιμάνι, το εργοτάξιο, το μουσείο) και τα αχανή κατάλευκα τοπία, αποδίδοντας σε φθορίζουσα ενίοτε φωτογράφηση την αίσθηση της απουσίας προσανατολισμού και των κενόδοξων neon ερεθισμάτων στην εποχή της μετα-ιστορίας, καθώς και της ανεπάρκειας των μέχρι τώρα επιτευγμάτων του πολιτισμού. Στη σαν σε υπαίθριο θεατρικό σκηνικό αχαρτογράφητη περιοχή, περιπλανώνται οι χαρακτήρες ανάμεσα σε αγάλματα (ένα συρματένιο αλόγου, μαρμάρινο ενός αγοριού και ένα του Λένιν ξεχωρίζουν) με έντονη την αίσθηση ενός Zeitgeist, δίχως Geist όμως. «Η πρώιμη νεωτερικότητα επέστρεψε και δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις» μονολογεί ένας χαρακτήρας σε μια από τις σποραδικές αλλά εσκεμμένα κρυπτογραφημένες ατάκες φιλοσοφικού προβληματισμού στο μηδενιστικό σύννεφο που έχει αγκυροβολήσει πάνω από την Ρωσία, της οποίας τη γη και την ψυχή ετοιμάζονται να αδράξουν ντόπιοι και ξένοι άρπαγες. (Με Porsche, Lamborghini και SUVs προελαύνουν αυτοί και ο German αναδεικνύει σε όμορφη μετωνυμία την διεισδυτική ροπή του ρωσικού αναρχοκαπιταλισμού στη σκηνή εκτέλεσης του «βαποριού» από τη Μαφία και το γεωτρύπανο που εισβάλλει με μανία στη γη.)
Στην ταρκοφσκική «Ζώνη» ανήκει πια στο σύνολό της η φυγόκεντρη μετα-Gorbashev γενιά η οποία περιλαμβάνει τους ονειροπόλους, τον φιλόσοφο-ρεβιζιονιστή («ο Stalin και ο Hitler, όχι τόσο κακοί τελικά»), τους διδάκτορες που υποβιβάζονται σε ρόλο ξεναγού-γελωτοποιού, τους κομπάρσους που θρέφονται από τα ξωτικά και τα δαιμόνια του μιντιακά επεξεργασμένου «πολιτισμού» του Tolkien και διέπονται από το σύνδρομο του Peter Pan (τρομακτική «εφαρμογή» της λειτουργίας του simulacrum που συσκοτίζει την παρουσία του συνδρόμου στις υποτιθέμενα «σοβαρές» κοινωνικές διαδικασίες και τους θεσμούς) και της δυσδιάκριτης σχέσης πραγματικότητας και φαντασίας. Είναι η ίδια όψη της υβριδικής μετανεωτερικότητας όπου στο πάρτι εγκαινίων οι μουσικές επιλογές συνδυάζουν Stravinsky και Metallica.
Κι αν η ελπίδα έχει χαθεί στην προσπάθεια αντίστασης απέναντι στη χιονοστιβάδα που έχει πλέον συνθλίψει, ως μοναχικότητα και φόβος, προσωπικότητες και κοινωνίες ολόκληρες, η θηλυκοποιημένη επανεκκίνησή της με μοχλό την αγάπη –αντεστραμμένη η Σισύφεια κίνηση– απογειώνει την ταινία σε ένα ελεγειακά θαυμάσιο φινάλε με την ζωογόνο τροφοδότησή της να σηματοδοτεί την επανασύνδεση της κοινωνίας, αβίαστα και δίχως υπαγωγή στον πολιτικό και εργαλειακό Λεβιάθαν αλλά τούτη τη φορά οργανικά και αρμονικά, ως επαφή με την «ετερότητα», δίχως το άχθος της μονοδιάστατης (πολιτιστικής και εθνοτικής) ταυτότητας ή του εμπορευματικού διαφέροντος.
Σπύρος Γάγγας
Pod electricheskimi oblakami / Κάτω από τα Ηλεκτρικά Σύννεφα (Aleksey German Jr., Ρωσία/Ουκρανία/Πολωνία, 2015)