(Ενα ψηλό κορίτσι)
του Kantemir Balagov
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_beanpole.jpg

Μια νεαρή γυναίκα, ψηλή σαν καλαμιά, ξεχωρίζει από τον περίγυρό της. Είναι  παραδομένη στις σκέψεις της, βυθισμένη στον εαυτό της. Ξαφνικά η πραγματικότητα εισβάλλει σιγά -σιγά μέσα της και την επαναφέρει στο ζοφερό παρόν...
Ανθρώπινα ερείπια, ψυχές τραυματισμένες, πρόσωπα και συναισθήματα που έχουν συνθλιβεί από τη λαίλαπα του πολέμου: η δεύτερη ταινία του ρώσου σκηνοθέτη εστιάζει σε μια ιδιαίτερη σχέση και σε δύο γυναικεία πρόσωπα.
Λένινγκραντ, αμέσως μετά το τέλος του Β! Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ilya (στο ρόλο η εξαιρετική Viktoria Miroshnichenko), εργάζεται σαν νοσοκόμα σ’ ένα κέντρο αποκατάστασης για στρατιώτες. Σηκώνει ένα βαρύ φορτίο. Αυτό το φορτίο μοιάζει να τη συνθλίβει και θα επιχειρήσει με επιτυχία να το αποτινάξει. Όταν όμως η στενή της φίλη, η Masha, μετά την απόλυσή της από τον στρατό, επιστρέψει πίσω, τότε αυτό το βαρύ φορτίο θα βρεθεί ξανά μπροστά της. Θα σκιάσει την μεταξύ τους σχέση. Και θα την οδηγήσει σε κρίση. Όμως οι δύο γυναίκες είναι αποφασισμένες να διεκδικήσουν το μερίδιό τους από τη ζωή.  
Ακολουθώντας τους σκηνοθετικούς τρόπους της προηγούμενης του ταινίας -Tesnota (Οι δικοί μου άνθρωποι), 2017- ο Kantemir Balagov παρακολουθεί, ασθμαίνοντας, με την κάμερα στο χέρι να σχεδόν να αγγίζει τα δύο γυναικεία πρόσωπα. Η σωματική υποκριτική των ηθοποιών, που είναι ιδιαίτερα έντονη στην περίπτωση της  Ilya (και της Viktoria Miroshnichenko), υπογραμμίζει τη συνθλιβή των προσώπων. Παράλληλα, οι χρωματικοί τόνοι του κίτρινου και του καφέ δημιουργούν μια μονοχρωμία σ’ αυτήν την κατ’ επίφαση έγχρωμη ταινία, από την οποία απουσιάζουν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τα χρώματα. Από τη ταινία απουσιάζει και η ελπίδα και η αγάπη. Είναι ο ζόφος του πολέμου, η βαριά οσμή του αίματος και του θανάτου που διαχέεται μέσα στους μισοφωτισμένους χώρους και στους λασπωμένους δρόμους  του Λένινγκραντ.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο οι δύο γυναίκες αναζητούν την ελπίδα, προσπαθούν να επανασυνδεθούν με τη ζωή, να αποτινάξουν τη βαριά οσμή του αίματος και του θανάτου που τους διαποτίζει. Η σωματική τους αντίθεση -η μια ψηλή  και η άλλη κοντή- είναι ακραία και μοιάζει να υπερτονίζει την μεταξύ τους απόσταση. Η μια προσβλέπει στην άλλη για να τη σώσει, όμως και οι δύο είναι τόσο μακρυά. Όταν αυτή η απόσταση θα έχει καλυφθεί, όταν τα δύο πρόσωπα έχουν έρθει κοντά, τότε θα έχουν κατακτήσει κάτι πολύ σημαντικό: την επιβίωση, την ανόρθωσή τους μέσα από τα συντρίμμια. Θα έχουν κερδίσει ξανά την ίδια τη ζωή. Και την αγάπη.

Δημήτρης Μπάμπας

Το σημείωμα του σκηνοθέτη

    Το «Ένα ψηλό κορίτσι» είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μου. Είναι πολύ σημαντικό για εμένα που η ιστορία λαμβάνει χώρα το 1945. Οι ήρωες μου, όπως και η πόλη στην οποία ζουν, είναι εξαθλιωμένοι από έναν απαίσιο πόλεμο. Ζουν σε μια πόλη που υπέστη μία από τις χειρίτερες πολιορκίες στην ιστορία των πολέμων. Αυτή είναι μια ιστορία για εκείνους και τους ανθρώπους συναντούν στο Λένινγκραντ, τα εμπόδια που καλούνται να ξεπεράσουν και ο τρόπος που τους αντιμετωπίζει η κοινωνία. Ψυχολογικά τραυματισμένοι από τον πόλεμο, θα τους πάρει χρόνο να προσαρμοστούν στη νέα τους ζωή.
    Με ενδιαφέρει πολύ η μοίρα των γυναικών και ειδικότερα εκείνων που πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο. Σύμφωνα με τα στατιστικά, είναι ο πόλεμος με τη μεγαλύτερη συμμετοχή γυναικών. Ως συγγραφέας με ενδιαφέρει να απαντήσω στο ερώτημα: τι συμβαίνει στον άνθρωπο που υποτίθεται ότι πρέπει να γεννήσει ζωή αφού έχει περάσει τα δεινά του πολέμου;
    Η ταινία έχει μια συγκεκριμένη χρωματική παλέττα. Όταν άρχισα να διαβάζω τα ημερολόγια των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την περίοδο, έμαθα ότι παρά τις δυσκολίες, περιβάλλονταν από φωτεινά χρώματα κάθε μέρα. Η αντίθεση μεταξύ των χρωμάτων και της μεταπολεμικής ζωής ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον.
    Το βιβλίο «Ο Πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας» (Εκδόσεις Πατάκη) από τη βραβευμένη με Νόμπελ Σβετλάνα Αλεξίεβιτς ήταν η βασική έμπνευση για την ταινία. Το βιβλίο αυτό μου αποκάλυψε έναν ολόκληρο καινούριο κόσμο. Ανακάλυψα πόσο λίγα γνώριζα για τον πόλεμο κι ακόμη λιγότερα για τις γυναίκες που συμμετείχαν σε αυτόν. Αυτό με οδήγησε σε μα άλλη σκέψη: τι συνέβαινε σε μια γυναίκα όταν τελείωνε ο πόλεμος, όταν είχε συμβεί όλο αυτό στο μυαλό της και τη φύση της, την παραβίαση ουσιαστικά της φύσης της;
    Το Λένινγκραντ ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για εμένα, καθώς ήταν η πόλη που επιβίωσε της πολιορκίας και οι συνέπειες της έπρεπε να είναι εμφανείς στην ταινία. Έπρεπε να υπάρχει αυτό το background, ένα συναίσθημα που σου βγάζει ακόμη και σήμερα η πόλη (Αγία Πετρούπολη).
    Νοιώθουμε τις συνέπειες του πολέμου στο χώρο όπου εκτυλίσσεται η δράση και στα χρώματα της ταινίας. Πάνω απ’όλα όμως είναι στη μοίρα των ηρώων μας. Ήθελα να αποτυπωθούν οι συνέπειες του πολέμου στα πρόσωπα των ανθρώπων, τα μάτια τους, τα σώματα τους, όχι απλά στα κατεστραμμένα κτίρια.
    «Beanpole» σημαίνει «καλαμιά», η λέξη περιγράφει τα φυσικά χαρακτηριστικά της πρωταγωνίστριας μας, Ίγια, που είναι ένα πολύ ψηλό κορίτσι. Για μένα η λέξη αντιπροσωπεύει την αδεξιότητα, τον τρόπο με τον οποίο οι ήρωες μου αισθάνονται κι εκφράζονται μέσα στην ταινία, μαθαίνουν να ζήσουν μετά τον πόλεμο και τους είναι πάρα πολύ δύσκολο.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)