(Κατηγορώ)
του Roman Polanski
(η κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_j-accuse.jpg

ΑΝΤΙΜΙΛΙΤΑΡΙΣΤΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ: ΣΟΥΠΕΡ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ Ή ΧΑΜΗΛΟΤΟΝΟΙ ΉΡΩΕΣ
Το παρόν κείμενο δεν γράφτηκε προκειμένου να μιλήσει για την «υπόθεση Ντρέιφους», αυτή καθαυτή, ή για την εμπλοκή του Ζολά στα γεγονότα, μέσω της ανοιχτής επιστολής που απηύθυνε ο συγγραφέας στον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, αλλά για να υπερασπιστεί την ταινία του Ρομάν Πολάνσκι, την οποία γύρισε πρόσφατα ο σκηνοθέτης, έχοντας ως θέμα το τεράστιο σκάνδαλο, αναμφιβόλως ένα από τα μεγαλύτερα στα τέλη του 19ου αιώνα, στο οποίο αναμειγνύονται η δικαστική πλάνη, η αρνησιδικία της δικαιοσύνης, ο αντισημιτισμός, και ο στρατοκρατικός απολυταρχισμός.
Η αφήγηση της ιστορίας ξετυλίγεται μέσα από την οπτική γωνία του αντισυνταγματάρχη Πικάρ ο οποίος, μόλις διορίστηκε επικεφαλής της αντικατασκοπείας, ανακάλυψε ότι τα τεκμήρια εναντίον του λοχαγού Αλφρέντ Ντρέιφους για υπόθεση κατασκοπείας και προδοσίας ήταν κατασκευασμένα. Η ταινία ξεκινά με το θεαματικό τελετουργικό της δημόσιας καθαίρεσης, και ταπείνωσης, του Ντρέιφους, ως αξιωματικού ανάξιου να φέρει τα όπλα, υπό τις υβριστικές ιαχές του συγκεντρωμένου πλήθους, που στρέφεται κυρίως εναντίον της εβραϊκής ταυτότητας του λοχαγού. Μια εναρκτήρια, λεπτομερής, σκηνή, καθοριστική για το κινηματογραφικό ύφος ολόκληρης της ταινίας. Ποια τα καθοριστικά χαρακτηριστικά: σωματική ρυθμικότητα, συγκεκριμένη στάση κορμιού, τυποποιημένο βάδισμα, φωνή/τραύλισμα λόγω ταραχής και εξαιτίας της ταπείνωσης, ακανόνιστη αναπνοή η οποία λίγο-λίγο θα γίνει άρρυθμη και σπαστική. Αυτό ακριβώς το άρρυθμο μες στην ταινία, σε συνδυασμό με τη στρατιωτική εξαναγκασμένη και πειθαρχημένη ρυθμικότητα του στρατοκρατικού πρωτοκόλλου και της μιλιταριστικής κινησιακής γλώσσας (ή της γλώσσας των νευμάτων), είναι κάτι που δείχνει να έχει μελετηθεί ιδιαιτέρως και εφαρμοστεί με ακρίβεια από μεριάς Πολάνσκι. Στην ταινία, τα πρόσωπα μιλούν χειρονομώντας και καρατομούν μιλώντας.
Μια σχεδόν εξπρεσιονιστική εμμονή της σκηνοθεσίας μας οδηγεί συνεχώς σε σκάλες και σε διαδρόμους στρατώνων ή δημοσίων κτιρίων, μέσα από σχεδόν συμμετρικές ανόδους-καθόδους, αποκαλύπτοντας την πειθαρχία και τη μαλθακότητα, την ισορροπία και τη λοξότητα, την αρμονία και τη δυσλειτουργικότητα, τη δυστοπία εντέλει, πάντα στα πλαίσια μιας σατανικά οργανωμένης συνωμοσίας. Τα κτίρια αποπνέουν κλεισούρα και μουντάδα, όζουν μπερδεψοδουλειά, βυθίζονται στην καταχνιά των μυστικών και της φαυλότητας. Το ντεκόρ ποτέ δεν είναι απλώς διακοσμητικό, ενώ πολύ συχνά γίνεται μέρος της δράσης. Τα γκρο-πλαν του διαβόητου μπορντερό ή των φακέλων με τα έγγραφα είναι επίμονα, ενώ το ντεκουπάζ δείχνει επεξεργασμένο εξαντλητικά.
Το πρώτο μέρος της ταινίας, που στηρίζεται πάνω στις εμμονικές ανησυχίες και κινήσεις του Πικάρ, αντάξιες εκείνων ενός κλασικού ντετέκτιβ, σε στυλ Πουαρό ή Μεγκρέ, νομίζω ότι είναι και το καλύτερο από άποψη κινηματογραφικής εκτέλεσης. Η σκηνή μέσα στην εκκλησία, όταν ο Πικάρ περιμένει την καθαρίστρια /πράκτορα Μπαστιάν, για να του δώσει τον φάκελο, είναι ντεκουπαρισμένη έτσι ώστε να θωπεύει την αστυνομική-ερευνητική μας περιέργεια. Απολαυστικότατη αναντίρρητα. Η μονομαχία μεταξύ Πικάρ και Υμπέρ Ανρί, έχει όλη τη δεξιοτεχνία, χάρη και δραματική ένταση, που θα μπορούσαν να προέρχονται από το παλκοσένικο της Κομεντί Φρανσέζ, η οποία παίρνει σχεδόν σύσσωμη μέρος στην ταινία του Πολάνσκι, με προεξάρχοντα τον Grégory Gadebois (Υμπέρ Ανρί), που δίνει την καλύτερη, ενδεχομένως, ερμηνεία μες στην ταινία, ένα αστέρι της Κομεντί Φρανσέζ, που τον έχουμε δει όμως όχι και λίγες φορές σε τηλεταινίες ή σε τηλεσειρές, αλλά και σε ταινίες των Hazanavicius, Anne Fontaine, Philippe Le Guay κοκ. Ηθοποιός με πείρα στο θέατρο και στον κινηματογράφο.Το θέατρο κάνει επιτυχή εισβολή στην ταινία του Πολάνσκι, και οι θεατρικοί ερμηνευτές, πλάι σε κινηματογραφικά αστέρια, όπως οι Ζαν Ντιζαρντέν (που έχει αποβάλει εντελώς, ή σχεδόν, την στάμπα της ελαφρότητας ενός αστείου γόη από το σύνολο των χαρακτηριστικών του προσώπου του, ένας κανόνας που εφαρμόζεται στην πλειονότητα των ταινιών όπου πρωταγωνιστεί), Λουί Γκαρέλ, Μελβίλ Πουπό ή Ματιέ Αμαλρίκ.
Αλήθεια, όμως, αρκούν όλα τούτα, μαζί με το γεγονός ότι ο Πολάνσκι κατάφερε, βουτώντας κινηματογραφικά στα άδυτα μιας φαινομενικά κακόγουστης φάρσας, να μιλήσει, πολύ σοβαρά, για τον στρατοκρατικό απολυταρχισμό, για την παράνοια και ηλιθιότητα της στρατιωτικής μωροφιλοδοξίας, για τους σκιτζίδικους χειρισμούς υψηλά ιστάμενων κρατικών υπαλλήλων που κρατούσαν στα χέρια τους τις τύχες ενός έθνους, για το αντισημιτικό μένος, τον σωβινισμό και τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, με έναν αξιέπαινο υπόγειο και χαμηλότονο τρόπο, με την απαράκαμπτη λογική μιας sotto voce διαμαρτυρίας, εκείνης που πηγάζει από την εντιμότητα ενός ανθρώπου, και εκεί ακριβώς όπου ήταν πολύ εύκολο να την πατήσει, υψώνοντας κορώνες ή μοιράζοντας μεγαλόστομα μηνύματα (όπως, ας πούμε, συμβαίνει στο too much κινηματογραφικό επίτευγμα του Σαν Μέντες, στο τεχνικίστικα εκρηκτικό «1917»;) Εκεί όπου ο Μέντες μας μιλάει για σούπερ ήρωες, μέσα από την άνεση και την ευκολία που του προσφέρουν το κινηματογραφικό μπάτζετ και η περιρρέουσα τεχνολογία με τα θαύματά της, εκεί όπου όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα ενοχλητικό, γενικό κρεσέντο φρίκης ή ηρωισμού, επιδείξεις που αγωνιούν να μας πείσουν –σε κάθε κινηματογραφικό δευτερόλεπτο που κυλά – πόση επιδεξιότητα και πόση φαντασμαγορία έχουν σπαταληθεί, ακρίτως, για τούτη την «Αποκάλυψη,Τώρα!», σε ένα κινηματογραφικό είδος, όπου ήδη μετρούμε αρκετά χειροπιαστά και αυταπόδεικτα επιτεύγματα, των Κλίμοφ, Ταρκόφσκι, Κιούμπρικ, Φούλερ, Κόπολα, για παράδειγμα.
Σε αντίθεση προς όλον τούτο τον ορυμαγδό σπατάλης και υπερβολής, ο Πολάνσκι σκηνοθετεί με χαμηλότονη σύνεση μια αντιμιλιταριστική ταινία πάνω στην εντιμότητα ενός αξιωματικού, αντισημίτη επιπλέον, ο οποίος κάνει στο ακέραιο το καθήκον του προκειμένου να αποκαταστήσει την τιμή και την αθωότητα ενός αδίκως κατηγορούμενου ανθρώπου. Κατά την άποψή μου, οι πασιφανείς αυτές αρετές της ταινίας του, τον προστατεύουν απέναντι στον ισχυρισμό ότι έχει κατασκευάσει κάτι «ακαδημαϊκό», σε αντίθεση, ή σε σύγκριση, με το προγενέστερο νεωτεριστικό και ριζοσπαστικό φιλμικό παρελθόν του. Όμως ένας καλλιτέχνης δεν υποχρεούται να είναι κάτι σαν πρωταθλητής, κάποιος που είτε οφείλει να ξεπερνά, είτε να προσεγγίζει, στην κατώτερη των περιπτώσεων, τα ίδια του τα ρεκόρ. Θα ήταν τρομακτικό και τρομοκρατικό να απαιτούμε από έναν σκηνοθέτη να μην περνά ποτέ κάτω από τον πήχυ που ο ίδιος είχε τοποθετήσει πολύ ψηλά, άλλοτε, απογοητεύοντάς μας τώρα με τις χαμηλότερες επιδόσεις του. Ο Πολάνσκι, σκηνοθέτης διαμετρήματος, βάσει ταινιών όπως οι «Μαχαίρι στο νερό», «Αποστροφή», «Cul-de-sac», «Το μωρό της Ρόζμαρι», «Chinatown», «Ο ένοικος» ( για να παραθέσω μερικά από τα Top του) έχει ανάγκη και το «δικαίωμα» να γυρίζει, διαρκώς, ταινίες που μπορεί να χαρακτηριστούν μικρότερου βεληνεκούς. Μερικές από αυτές, πράγματι, είναι μέτριες. Μερικές όμως δεν στερούνται καθόλου ενδιαφέροντος, κινηματογραφικής ευφυΐας και επιδεξιότητας, δίνοντας συχνά ξεχωριστά αποτελέσματα, που σαφώς τον απομακρύνουν από την υποτιμητική κατηγορία του κινηματογραφικού ακαδημαϊσμού ή της κοινοτοπίας. Προσωπικά, δεν μπορώ να παραβλέψω και να περιφρονήσω ταινίες, όπως οι κάτωθι: «Tess», «Frantic», «The Ghost Writer», και τώρα το «J'accuse».