(Ο νεαρός Άχμεντ)
των Jean-Pierre & Luc Dardenne
"Δεν κάνουμε ταινίες για να αλλάξουμε τον κόσμο. Ελπίζουμε πως ο κόσμος θα αλλάξει.”
Αδελφοί Νταρντέν
Στην εισαγωγική σκηνή του “ Νεαρού Αχμέντ” η κάμερα κυνηγάει στην κυριολεξία ένα νεαρό αγόρι που προσπαθεί απεγνωσμένα να δραπετεύσει από το πλάνο, ανεβαίνοντας ασθμαίνοντας μια σκάλα, για να χωθεί στην ψευδοασφάλεια μιας σχολικής τουαλέτας. Η σκηνή αυτή της δραπέτευσης, που επανέρχεται παραλλαγμένη στη διάρκεια μιας ελλειπτικής κινηματογραφικής αφήγησης μας παραπέμπει στην παλαιότερη φιλμογραφία των αδελφών Νταρντέν και αντανακλά τη βασική ιδέα πάνω στην οποία δομείται ρεαλιστικά, in medias res και σε ενεστώτα χρόνο η τελευταία τους ταινία.
Ο δεκατριάχρονος Αχμέντ, ένα φαινομενικά ήσυχο και υποτακτικό παιδί, είναι μουσουλμάνος και ζει με τη μητέρα του και τα αδέλφια του σε μια εργατική γειτονιά κάποιας βελγικής πόλης. Όταν τον πρωτοσυναντάμε παρακολουθεί μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας από μια δασκάλα που τον βοηθάει σταθερά από τα πρώτα στάδια της δυσλεξίας του, ενώ παράλληλα γίνεται κατανοητό ότι βρίσκεται ήδη εγκλωβισμένος σε μια διαδικασία θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης από τον ιμάμη του. Εμποτισμένος από τις σκοταδιστικές ιδέες μιας κατήχησης που ηρωοποιεί όσους θυσιάζουν τη ζωή τους για την τζιχάντ και καταδικάζει ως μιαρούς και αποστάτες όσους ακολουθούν τους κανόνες μιας ανοιχτής και ελεύθερης κοινωνίας, ο νεαρός Αχμέντ μεταλλάσσεται σε μικρό χρονικό διάστημα σε επικριτή και τιμωρό και περνάει γρήγορα σε φάση λεκτικής αντιπαράθεσης με τον στενό του κοινωνικό περίγυρο: τη μητέρα του, τις αδελφές του και εντέλει με τη βλάσφημη και αιρετική (κατά τον πνευματικό του πατέρα) μουσουλμάνα δασκάλα του. Η βίαιη αλλά αδέξια δολοφονική επίθεση εναντίον της τελευταίας θα τον οδηγήσει σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα, στο οποίο ενήλικες λειτουργοί θα επιχειρήσουν να τον απομακρύνουν από τις επικίνδυνες εμμονές του και να τον επαναφέρουν σε μια φυσιολογική για την ηλικία αλλά και για την πίστη του καθημερινότητα. Αλίμονο, χωρίς επιτυχία.
Με την κάμερα να ακολουθεί στο χέρι τον κεντρικό χαρακτήρα οι Βέλγοι αδελφοί επιχειρούν κάτι που γνωρίζουν καλά, ιδιαίτερα όταν κινηματογραφούν ένα παιδί. Τα μέσα τους παραμένουν σταθερά και αναλλοίωτα. Η εκ του σύνεγγυς παρατήρηση του σώματος και του προσώπου, η νατουραλιστική απεικόνιση επαναλαμβανόμενων τελετουργικών κινήσεων (εδώ η προσευχή και το επίμονο πλύσιμο των χεριών), η αυστηρότητα και η καθαρότητα μιας απλής αφήγησης σε αντιδιαστολή με την αδιαφάνεια και αβεβαιότητα του κεντρικού νεαρού ήρωα. Κι όμως εδώ κινούμαστε σε ένα εντελώς διαφορετικό θεματικό πεδίο. Ο Αχμέντ πορεύεται στην ταινία με την πλήρη απουσία ηθικής συνείδησης και με μια παντελή έλλειψη ελεύθερης βούλησης και επιλογών. Ένα νεκροζώντανο πλάσμα με μηχανικές και αδέξιες κινήσεις, που καθοδηγείται από μια φανατική κατήχηση και ίσως την παιδική αφέλεια μιας διαστρεβλωμένης έννοιας της αγνότητας και της θυσίας.
Δομημένη επάνω σε μια σειρά συναντήσεων με πρωταγωνιστή τον νεαρό της ήρωα η αφήγηση ανοίγει κατά διαστήματα μικρά παράθυρα ελπίδας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια μορφή νταρντενικής μετάνοιας. Η σκηνή εξάλλου που παρεμβάλλεται στο πρώτο μέρος της ταινίας με τη συνάντηση γονέων και τη συζήτηση γύρω από το θέμα της διδασκαλίας των αραβικών έχει εδώ τη σημασία της, λειτουργεί εξισορροπιστικά και εξανθρωπίζει το σκοτεινό κατά τα άλλα διαγραφόμενο τοπίο. Στο δεύτερο ωστόσο μέρος, μετά τη βίαιη ενέργεια του Αχμέντ και τον εγκλεισμό του στο ίδρυμα οι ενδεχόμενες πηγές αισιοδοξίας μία μία στερεύουν. Η μητέρα, οι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι, ένα νεαρό κορίτσι, ακόμα και ο ίδιος ο ιμάμης (σε προγενέστερο χρόνο) προσεγγίζουν κατά διαστήματα τον Αχμέντ, εκείνος όμως σταθερά απομακρύνεται. Η προσκόλλησή του στον “ιερό” σκοπό είναι εμμονική, σχεδόν ψυχαναγκαστική. Κανένας δεν μπορεί να τον σταματήσει. Τον προδίδει όμως τελικά το ίδιο του το σώμα. Η πτώση του έρχεται ως από μηχανής θεός να τον επαναφέρει στη γη και εν τέλει από το θάνατο στη ζωή. Η αναζήτηση της μητέρας του σ' αυτή την καθοριστική στιγμή βίαιης ενηλικίωσης και ένα ψέλλιγμα συγγνώμης ανοίγουν έστω και μ' αυτό τον τρόπο μια αμυδρή χαραμάδα ελπίδας.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Αχμέντ βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της Ροζέτας, της νεαρής ηρωίδας των αδελφών Νταρντέν, που επιχειρούσε χρόνια πριν, απεγνωσμένα και με την ίδια εμμονή να ενταχθεί σε μια φυσιολογική ζωή, προσβλέποντας σε μια θέση εργασίας. Αλλά και στο παιδί με το ποδήλατο, που δραπέτευε συνεχώς για να βρει την ασφάλεια που ενδόμυχα αποζητούσε και εντέλει τη δικαίωση και την ηθική τελείωση. Βάζοντας το νεαρό τους ήρωα σε μια ανάστροφη ακριβώς διαδρομή (απο το φως στο σκοτάδι) οι βέλγοι σκηνοθέτες θέτουν το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων σε ένα από τα πιο επίμαχα και ακανθώδη θέματα του σύγχρονου κόσμου. Αποφεύγοντας όπως πάντα οποιαδήποτε ρητορική μίσους ή διδακτισμού. Εξάλλου η έντονη σχηματικότητα με την οποία περιβάλλεται εδώ η δράση και η επικέντρωση σε ένα πρόσωπο και όχι στη διαδικασία μύησης, συντείνουν στην απομάκρυνση από μια τυπική ισλαμοφοβική απεικόνιση ,-παρόλο που κάποια στερεότυπα αναπόφευκτα υπάρχουν- και οδηγούν σε μια αναγωγή που θα μπορούσε να αφορά οποιαδήποτε φανατική θρησκευτική διδαχή. Βρισκόμαστε για άλλη μια φορά στην επικράτεια του βαθιά ουμανιστικού κινηματογράφου των αδελφών Νταρντέν.
* Η ταινία βραβεύτηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών 2019.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]