(Εξαφανισμένος)
του Rodrigo Sorogoyen
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_madre.jpg

Στο διαμέρισμά της στην Ισπανία, η Ελένα (Μάρτα Νιέτο) συζητά με τη μητέρα της, όταν λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από τον 6χρονο γιό της, Ιβάν, που λείπει διακοπές. Το παιδί, που κανονικά θα έπρεπε να είναι με τον πατέρα του και πρώην σύντροφό της, Ραμόν, βρίσκεται ολομόναχο σε μια άγνωστη, ερημική παραλία, κάπου στη Γαλλία. Έχει αρχίσει να φοβάται, το κινητό του πρόκειται να μείνει από μπαταρία κι ένας άγνωστος άνδρας το πλησιάζει. Ανήμπορη να τον βοηθήσει, η Ελένα βγαίνει τρέχοντας απ’ το σπίτι.
Δέκα χρόνια μετά η Ελένα ζει και εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο, στην ίδια εκείνη παραλία της Γαλλίας που τότε χάθηκε ο γιός της. Μια μέρα θα δει το Ζαν (Ζιλ Ποριέ), έναν 16αρη έφηβο που μοιάζει με τον Ιβάν. Η συνέχεια δεν θα είναι συνηθισμένη…
Τρία χρόνια μετά την πολυβραβευμένη και υποψήφια για Όσκαρ μικρού μήκους ταινία του Madre (2017), ο Ροντρίγκο Σορογκογιέν, μια από τις μεγάλες ελπίδες του νέου ισπανικού κινηματογράφου (γνωστός ήδη στο ελληνικό κοινό από το Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει και τον Έκπτωτο), επανέρχεται με τη νέα μεγάλου μήκους ταινία του που ονομάζεται κι αυτή Madre και αποτελεί συνέχεια της ιστορίας της Ελένα, της ίδιας δηλαδή ηρωίδας, αφού, ο σκηνοθέτης ένιωθε σαν κάτι ακόμα να της χρωστούσε.
Παρά τον τίτλο τους, το θέμα της μητρότητας δεν είναι κυρίαρχο σε καμία από τις δύο αυτές ταινίες, λέει ο Σορογκογιέν, καθώς η πρώτη αφορούσε στο φόβο και η δεύτερη αποτελεί ένα ταξίδι από το φόβο προς την αγάπη που ο σκηνοθέτης πραγματοποίησε μαζί με την Ιζαμπέλ Πένια, συνσεναριογράφο και των δύο προηγούμενων μεγάλου μήκους ταινιών του. Οι δύο τους προσπάθησαν να απαντήσουν σε ερωτήματα όπως, τι γίνεται μετά από μια τέτοια απώλεια και πώς μπορεί η διαδικασία του αποχαιρετισμού να συνεχίσει αφήνοντας χώρο για φως και συγγνώμη.
Η ταινία ξεκινάει με 15 υποδειγματικά λεπτά καλοχτισμένου θρίλερ που αποτελούν προσαρμογή της μικρού μήκους Madre, δεν εξελίσσεται, όμως, προς αυτή την κατεύθυνση, αφού εσκεμμένα ο σκηνοθέτης την κρατάει στα όρια του ψυχολογικού δράματος για να βοηθήσει την ηρωίδα να προχωρήσει το ταξίδι της και να προσφέρει στο κοινό κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που αναμενόμενα θα επιθυμούσε.  Έτσι, στη συνέχεια  κάνει ένα χρονικό άλμα 10 ετών για να μας δείξει τη σημερινή ζωή της Ελένα στη Γαλλία, αλλάζοντας ταυτόχρονα ύφος και σκηνικό. Οι στενοί χώροι και η ένταση της αρχής εξαφανίζονται, οι τόνοι χαμηλώνουν τα συναισθήματα βουβαίνονται και η πλοκή μεταφέρεται κυρίως σε εξωτερικούς ή ανοιχτούς χώρους, με τα πλάνα της παραλίας να παρεμβάλλονται κάθε τόσο στην αφήγηση, ως συνδετικός κρίκος και σχόλιο για την εσωτερική κατάσταση της ηρωίδας. Το δάσος προβάλλει κι αυτό ως μια νέα προοπτική, ως τόπος επιθυμίας και φόβου, αλλά και πέρασμα ικανό να οδηγήσει σε μια φωτεινότερη μέρα. Η φωτογραφία του Αλεχάντρο ντε Πάμπλο διατηρεί σε όλη τη διάρκεια της ταινίας το πολύ υψηλό εικαστικό της επίπεδο εκφράζοντας και με τη βοήθεια της μουσικής την ερημιά και την μεταβαλλόμενη διάθεση της ηρωίδας, συναισθήματα που δεν διατυπώνονται αλλά δείχνονται μέσω των τοπίων
Η Ελένα περιφέρεται από το σπίτι στη δουλειά σε μια κατάσταση κενού και μόνιμης θλίψης, χωρίς να μπορεί να χαρεί τη δουλειά της στο εστιατόριο, ούτε και να συνδεθεί ουσιαστικά με τον Χοσέβα (Άλεξ Μπρεντεμίλ) που θυμίζει περισσότερο πατέρα παρά εραστή, έτσι όπως συνεχώς προσπαθεί να της βάλει το όριο και να της θυμίσει τι δεν πρέπει να κάνει. Η κάμερα παραμένει απέναντι, αλλά γίνεται πιο άμεση και κινητική καθώς η Ελένα γνωρίζει τον Ζαν, που οπτικά θυμίζει λίγο τον Τάτζιο απ’ το Θάνατο στη Βενετία του Βισκόντι, δεν παραπέμπει, όμως, στην έλξη του θανάτου, αλλά στη δίψα για ζωή και έμμεσα στην οιδιπόδεια προβληματική του απαγορευμένου. Ο σκηνοθέτης θέτει το θέμα, αρνείται, όμως, να ανοιχτεί προς τη φροϋδική κατεύθυνση (της αιμομικτικής επιθυμίας και της απώλειας με την οποία συνδέεται) και το ίδιο κάνει και με κάθε άλλη σαφή κατεύθυνση που θα μπορούσε να πάρει η ταινία κλείνοντας το μάτι π.χ. στη βία, τη νοσηρότητα και την κακοποίηση, χωρίς, όμως, να τους επιτρέπει πραγματικά να μπουν στο κάδρο. Όχι από έλλειψη γενναιότητας, αλλά μάλλον από διάθεση να κρατήσει όσο γίνεται αλώβητη την ηρωίδα του, ο σκηνοθέτης αφήνει υπαινικτικές ακόμα και τις λύσεις του, προσφέροντας στο Ζαν τη σιγουριά ενός Πρωτάρη και στο Ραμόν την ελπίδα μιας συγχώρεσης, στερώντας, όμως, από την ταινία την ευκαιρία να γίνει σπουδαία παρ’ ότι ένα είδος κάθαρσης επιτυγχάνεται και ο θεατής μπορεί να φύγει ευχαριστημένος.  
Εν τέλει, εκτός από την εμφανή σκηνοθετική δεξιοτεχνία, την εξαιρετική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας και κάποια πλάνα που από μόνα τους θα ήταν αρκετά να δώσουν στην ταινία το νόημά της,  η εξέλιξη της αφήγησης μας κάνει να υποπτευόμαστε πως η αγάπη του Σορογκογιέν για την ηρωίδα του, ήταν μεγαλύτερη απ’ την επιθυμία του να αγγίξει τη σκοτεινιά της, έτσι όπως δεν την άφησε να βυθιστεί στο τούνελ της απώλειας, αλλά την έβγαλε στην επιφάνεια με μια παράκαμψη που ίσως τελικά να κερδίσει τον θεατή, αφού κάπως παρόμοια θα ελπίζαμε να την γλιτώσουμε όλοι.

Η Μάρτα Νιέτο βραβεύτηκε με το Α’ βραβείο ερμηνείας του τμήματος ORIZZONTI στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας.