της Agnès Varda
της Μαρίας Γαβαλά
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΚΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΑΙ
(αφιερωμένο σε όλες τις μαμάδες του Facebook)
Ένα νήπιο-κοριτσάκι, ολομόναχο, αφημένο/παρατημένο σε μια γωνιά της παραλίας ενός απομακρυσμένου, ανώνυμου βρετανικού νησιού, κλαίει σπαραχτικά φωνάζοντας «Μαμά! Μαμά!» Πού στο καλό βρίσκεται η μάνα του; Άκουσον, άκουσον! Έχει πάει για ρομαντζάδα, ερωτοτροπώντας με τον ανήλικο (δεκαπεντάχρονο) «εραστή» της. Πρόκειται για ώριμη (σαραντάρα, μπορεί και περισσότερο) γυναίκα, πολύ ευαίσθητη, τρυφερή, ενεργητική, δοτική, που υπεραγαπά και φροντίζει, σαν άγγελος, τις δυο κορούλες της, τόσο την παρατημένη στην εξοχή τετράχρονη, όσο και τη δεκατετράχρονη, μια έφηβη που κουβαλά όλες τις σχετικές με αυτήν την ηλικιακή περίοδο ανησυχίες και ανασφάλειες. Τη δεύτερη κόρη την έχει αφήσει, υποθήκη, στους παππούδες της στο Λονδίνο. Και όλα αυτά διότι της έχει καρφωθεί στο κεφάλι να «κάνει το κέφι της», συνάπτοντας δεσμό με έναν πιτσιρικά. «Αφύσικα πράγματα!», θα ‘βγαζε κάποιος την βιαστική και επιπόλαιη ετυμηγορία του. Εξετάζοντας όμως, υπομονετικότερα και προσεκτικότερα, την ιστορία που αφηγείται η Ανιές Βαρντά στην ταινία της “Kung Fu Master”, 1987, θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε διάφορα παρα-δρομάκια και μονοπατάκια, που σίγουρα μας είχαν διαφύγει σε μια πρώτη ανάγνωση. Ο δεκαπεντάχρονος Ζιλιέν ενσαρκώνεται στην οθόνη μέσω της φιγούρας του Ματιέ Ντεμί, ο οποίος είναι φυσικός γιος της Ανιές Βαρντά. Τη σαραντάρα γυναίκα (Μέρι-Τζέιν), που γοητεύεται από έναν ανήλικο, ο οποίος παίζει βιντεοπαιχνίδια με τον ίδιο τρόπο που παίζει και το σκληρό αντράκι, την ενσαρκώνει η Τζέιν Μπίρκιν. Και τις δυο κορούλες της κινηματογραφικής αφήγησης, τις ενσαρκώνουν οι πραγματικές κόρες της Μπίρκιν, η Σαρλότ Γκένσμπουργκ (παίζοντας τη δεκατετράχρονη Λισί) και η Λου Ντουαγιόν (είναι η τετράχρονη Λου, αυτοπροσώπως νέτα-σκέτα). Γύρω τους περιστρέφεται, διά μέσου οικογενειακών συνάξεων και εορτών, σύσσωμο το πραγματικό λονδρέζικο σόι της Μπίρκιν. «Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σχεδόν ντοκιμυθοπλασία», σκεπτόμαστε πολύ συχνά, για να ’ρθει αμέσως η βεβαιότητα της επινόησης να ανατρέψει την προηγούμενη σκέψη μας. Το σπουδαιότερο όμως είναι άλλο. Αυτό που δεν φαίνεται αλλά υπονοείται, ή μας κλείνει το μάτι για να το υποθέσουμε. Η ηθοποιός Μπίρκιν, στη συγκεκριμένη ταινία, υποσυνείδητα ή ασυνείδητα, ανεπίγνωστα ή με πλήρη επίγνωση (σε αυστηρή διδυμία τούτα τα ζεύγη), υποκαθιστά την ίδια τη σκηνοθέτιδα Βαρντά, αναλαμβάνοντας να μας μεταφέρει την αιμομικτική επιθυμία της ίδιας της Βαρντά προς τον γιο της, την καταβροχθιστική βουλιμία μιας δυναμικής μάνας για τον μικρούλη και αδύναμο, και ευκολόπλαστο σαν ζυμάρι γιόκα της, που τώρα μόλις βγαίνει από το αυγό, κινώντας με φυσική ακόμη ατολμία τις φτερούγες του, τόσο ως ενήλικας όσο και ως αληθινός άνδρας. Μια μάνα έκθαμβη και έκπληκτη μπροστά στο θαύμα της εξέλιξης και σεξουαλικής ωρίμανσης του γιου της. Όμως, ούτε η Ανιές Βαρντά ούτε η Τζέιν Μπίρκιν είναι αφελείς για να απαιτήσουν (η μία ως σκηνοθέτις και η άλλη ως ηθοποιός) την αναπαράσταση μιας ερωτικής/σεξουαλικής πράξης ανάμεσα σε δύο τόσο ετερόκλητες υπάρξεις. Έτσι η απορία μας ως θεατών είναι συνεχώς ενεργοποιημένη. Έκαναν ή δεν έκαναν έρωτα, η ώριμη γυναίκα και ο ανήλικος, κι αν ναι, για τι είδους ερωτική δοσοληψία πρόκειται; Τεκμηριωμένα, μέσω αυτού που προσλαμβάνουμε με την όρασή μας, πρόκειται μόνο για μερικά φιλιά, μερικά χάδια, μερικά συναισθηματικά-ρομαντικά γλυκόλογα και υπονοούμενα (όλα όσα κρύβει και μια εντελώς «άμωμη», οικεία, σχέση μεταξύ μάνας και γιου). Όλα τα άλλα, όλα τα επιπλέον, τα μη ορατά ή ματαιωμένα (όπως το ραντεβού στο ξενοδοχείο ερωτικών συνευρέσεων, με την ώρα), έχουν φρενάρει και αδρανήσει. Εκεί ακριβώς, λόγω της μη ορατότητάς τους που ισοδυναμεί με απόκρυψη, αφήνοντας ως τεκμήρια μόνο υπαινιγμούς. Έχουν προχωρήσει παραπέρα οι δύο εμπλεκόμενοι στο ερωτικό παιχνίδι, έτσι ώστε να δικαιολογείται απολύτως το ξέσπασμα της έφηβης Λουσί-Σαρλότ; «δεν ντρέπεσαι στην ηλικία σου να πηδιέσαι με κάποιον της ηλικίας μου;» Δικαιολογείται το οικογενειακό / κοινωνικό σκάνδαλο που ξεσπά λόγω της απαράδεκτης συμπεριφοράς μιας μάνας, η οποία σύμφωνα με τη γνώμη των άλλων προσβάλλει την κοινώς παραδεκτή κανονικότητα και φυσιολογικότητα; Με λίγα λόγια, ο συμβατικός κοινωνικός περίγυρος επεμβαίνει δραστικά στον ασυνήθιστο δεσμό και τον κόβει σαν να κόβει έναν Γόρδιο Δεσμό.
Ζήτημα ηθικής ή υπόθεση κοινής λογικής; Μήπως, στην τελική, μέσω τούτης δω της ταινίας, η ίδια η Βαρντά επιχειρεί να ξεφορτωθεί τις δικές της ιδέες/ενοχές αιμομιξίας, σκηνοθετώντας μια ταινία που πόρρω απέχει από ταινίες όπως «Το φύσημα στην καρδιά» του Λουί Μαλ ή «Το φεγγάρι» του Μερτολούτσι ή «Οι καταραμένοι» του Βισκόντι, ταινίες όπου το συγκεκριμένο θέμα της αιμομιξίας μάνας-γιου τίθεται επί τάπητος με σαφέστερες και πληρέστερες παραμέτρους ; Όπως και να ’χει, όλες αυτές οι σκέψεις δείχνουν πώς όσο κι αν φαντάζει απλή και ξεκάθαρη η ταινία της Βαρντά, ενδεχομένως και λίγο αφελής ή σχηματική, στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά τέτοια είναι. Κάτι που ενισχύει τον ισχυρισμό μας, ότι πάντα της ήταν μια πολυπρόσωπη δημιουργός, αινιγματική, βαθύνους, με σύνθετη προβληματική και πολύ ανοικτούς ορίζοντες, προσφέροντας ένα ευρύ πεδίο για σκέψη, διερεύνηση και ανάλυση, για όσους θα το επιθυμούσαν να διεισδύσουν βαθύτερα στο κινηματογραφικό της σύμπαν.
[Τις ταινίες της Βαρντά τις βρίσκουμε στις πλατφόρμες Cinobo και Criterion]
(Πρώτη δημοσίευση: ανάρτηση στο facebook)