Στην εναρκτήρια σκηνή της τέταρτης κατά σειρά ταινίας του σέρβου σκηνοθέτη Srdan Golubović (Η παγίδα, Διασταυρούμενες ζωές), η πράξη απόγνωσης μιας μητέρας μπροστά στα αμήχανα μάτια των παιδιών της καθηλώνει από την αρχή τον θεατή. Κι ενώ το σημείο εκκίνησης εκτινάσσει τη δράση στην κορύφωση, η αφηγηματική γραμμή που ακολουθεί είναι λιγότερο εκρηκτική, μια αργή, βασανιστική εμβύθιση σε ένα καφκικό αδιέξοδο. Πρωταγωνιστής αυτής της μαρτυρικής -χωρίς ίχνος θρησκευτικότητας- πορείας είναι τώρα ο πατέρας, ένας άντρας που θα σηκώσει στην πλάτη του όχι μόνο τις συνέπειες της απονενοημένης πράξης της γυναίκας του αλλά και τα βάρη μιας κοινωνίας υπό κατάρρευση. Σε μια χώρα λαβωμένη από τη φτώχεια και τη διαφθορά, ο πατέρας αντιμέτωπος με το προδεδικασμένο γεγονός της στέρησης της κηδεμονίας των παιδιών του θα διανύσει χιλιόμετρα προκειμένου να δικαιωθεί. Πέφτοντας συνεχώς σε εμπόδια. Τη σισύφεια αυτή διαδρομή του παρακολουθεί η ταινία.
Με την κάμερα να τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα, ο Nicola (εξαιρετική η ερμηνεία του Goran Bogdan) κινείται διαρκώς. Άπορος ημερομίσθιος εργάτης, στερημένος από βασικά αγαθά, με τεράστια ωστόσο αποθέματα ψυχής, με πρόσωπο πετρωμένο και φωνή που σβήνει στα δύσκολα αλλά εκρήγνυται στην πιο δραματική σκηνή της ταινίας, βαδίζει με δυνάμεις που ολοένα και λιγοστεύουν αλλά δεν τον εγκαταλείπουν ποτέ. Στην πραγματικότητα η ταινία-ένα ιδιότυπο road movie- στηρίζεται επάνω του, ενώ η αφήγηση οργανώνεται με βάση τις συνεχείς μετακινήσεις και τις τυχαίες ή προγραμματισμένες συναντήσεις του. Άλλοτε με διεφθαρμένους γραφειοκράτες, αλαζονικούς εκπροσώπους της εξουσίας, κι άλλοτε με αδύναμους υπαλλήλους ή συμπολίτες του που δείχνουν παθητικά την αλληλεγγύη τους. Από τα μουντά, ξεφλουδισμένα γραφεία του τοπικού τμήματος της πρόνοιας (εμφανής είναι εδώ ο απόηχος του σύγχρονου ρουμανικού σινεμά) ως τη φτωχική του κατοικία κι από τις παρυφές αυτοκινητόδρομων και ερειπωμένων χωριών ως τα καλογυαλισμένα γραφεία του υπουργείου της πρωτεύουσας, ο Nicola διασχίζει με βουβή απόγνωση και ιώβεια υπομονή έναν αφιλόξενο τόπο.
Με τον "Πατέρα" (Otac /Father), ένα μείγμα μπρεσονικού και νταρντενικού ήρωα βγαλμένου από τη σύγχρονη πραγματικότητα της χώρας του, ο Golubovic κοιτάζει κατάματα μια ανθρώπινη κατάσταση σε αδιέξοδο. Μέσα σε μία πτωχευμένη και δυσλειτουργική κοινωνία βουτηγμένη στην υποκρισία, μοναδική ελπίδα σωτηρίας παραμένει ο Άνθρωπος, αυτός που αντιστέκεται διεκδικώντας δικαίωση και αξιοπρέπεια. Μια αιωρούμενη υπόσχεση και η λυτρωτική σκηνή του τέλους αφήνουν έστω μια αμυδρή αχτίδα αισιοδοξίας.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]