της Andrea Štaka
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Ένας σύζυγος, τρία παιδιά, πλυντήριο που χαλάει, τραπέζι με ψίχουλα. Σινεμά στις γιορτές, επισκέψεις στους γονείς, γέλια στο οικογενειακό τραπέζι. Ένα σπίτι όχι ολότελα δικό της, ένα χωριό με περιορισμούς, μικρές ματαιώσεις, απλές χαρές, το αεροδρόμιο του Ντουμπρόβνικ τόσο κοντά και τόσο μακριά όσο και τα όνειρά της. Και μια δίψα για ζωή που ξεχειλίζει και σκάει σαν το κύμα της θάλασσας, ορμητική και παράταιρη, ικανή να κλυδωνίσει ολόκληρο το οικοδόμημα στην πρώτη αφορμή, που θα έρθει με τη μορφή ενός Πολωνού εργάτη με κόκκινο αυτοκίνητο και παρόμοια κενά με τα δικά της.
Η Μάρε, πρωταγωνίστρια μιας ταινίας που -διόλου τυχαία- έχει τ’ όνομά της, βουλιάζει συνεχώς επιμένοντας να ζητά απαντήσεις απ’ τους άνδρες της ζωής της, περιμένοντας απ’ αυτούς την άδεια ν’ ανοίξει τα φτερά της ή να εργαστεί και βλέποντας τον έφηβο γιό της, που, παρά τα φαινόμενα, είναι πιο κοντά στην καρδιά της απ’ όλους, να πνίγεται απ’ την καθημερινότητα - τόσο υπόκωφα κι απελπισμένα όσο κι η ίδια. Είναι άραγε μια τυχαία συνάντηση η λύση στη στασιμότητα της ζωής της; Και ποιο θα είναι το έναυσμα για να έρθει πιο κοντά στον εαυτό της;
Το Μάρε γίνεται ερωτική ιστορία, οικογενειακό δράμα, ακόμα και road movie κάποιες στιγμές, παραμένει, όμως, κυρίως μια ταινία προσωπικής αφύπνισης και γυναικείας ενηλικίωσης, έτσι όπως τα υπαρξιακά (αλλά και πολύ πρακτικά) ερωτήματα της ηρωίδας -τόσο γνώριμα που να μας φαίνονται ξένα- την αναγκάζουν λίγο-λίγο να βγει απ’ την απραξία της παθητικότητας που έχει καταδικάσει τον εαυτό της και να αναμετρηθεί όσο πιο γενναία μπορεί με τις ελλείψεις της ζωής της. Στο πλαίσιο αυτό, η ταινία λειτουργεί και μεταφορικά έτσι όπως το απομονωμένο κροατικό χωριό δεικνύει το όριο που βάζουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας, ενώ ταυτόχρονα αναζητάμε τις ευθύνες μόνο εξωτερικά, στον περίγυρο και το παρελθόν, παρ’ ότι το αεροδρόμιο, αλλά κι η θάλασσα είναι πάντα εκεί, υπενθυμίζοντάς μας τη δυνατότητα μιας πραγμάτωσης στο «εδώ και τώρα» του παρόντος.
Η σκηνοθέτης και σεναριογράφος Άντρεα Στάκα κάνει μια δυνατή ταινία, υπαινικτική και λακωνική, κινηματογραφώντας κάθε σκηνικό όπως ακριβώς του αρμόζει: το χωριό και το σπίτι με σαφείς, καθαρές εικόνες, το αεροδρόμιο ως ένα φευγαλέο, νοσταλγικό -ακόμα κι επικίνδυνο- τόπο και τη φύση και τη θάλασσα ανάλογα με την ψυχική κατάσταση της ηρωίδας.
Η Μαρία Σκάριτσιτς χαρίζει στη Μάρε όλο το τσαγανό και την ανυπότακτη διάθεση που απαιτεί ο ρόλος, κυριαρχεί στην οθόνη με τα βλέμματα, τον κοφτό της λόγο και το σώμα της που περισσότερο απ’ όλα δείχνει την ανάγκη της για άγρια χαρά και αγάπη.
Η χρήση της μουσικής είναι εξαιρετική (με το Kansas city του Μπομπ Ντίλαν να θυμίζει την ξενοιασιά μιας ολόκληρης εποχής) και το πολύ καλό «Soy pecadora» των τίτλων του τέλους να αποτελεί από μόνο του, ένα έξτρα σχόλιο για τα όσα είδαμε – υπάρχει πιο μεγάλη αμαρτία τελικά απ’ το να θες να ζήσεις τη ζωή σου;
(Η ταινία έχει κερδίσει βραβείο Α' Γυναικείου ρόλου και Βραβείο C.I.C.A.E. στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σεράγεβο)