(Παγιδευμένοι)
των Anders Ølholm & Frederik Louis Hviid
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Σε ένα αστυνομικό τμήμα της Κοπεγχάγης δύο αστυνομικοί κατηγορούνται για υπερβολική χρήση βίας σε βάρος ενός εφήβου από το γκέτο. Το παιδί κινδυνεύει να πεθάνει κι ο φόβος για ταραχές είναι μεγάλος. Ο επικεφαλής του τμήματος, ζητάει από τον εσωστρεφή και ήπιο Χόγιερ, που υπήρξε και ο μόνος μάρτυρας του περιστατικού, να συνοδεύσει -και να συγκρατεί- τον θερμοκέφαλο Μάικ Άντερσoν στην περιπολία του, με τη σαφή σύσταση να μείνουν εκτός γκέτο. Ο Χόγιερ δεν καλοβλέπει αυτή τη συνεργασία. Την αφήνει, όμως, να συμβεί, όπως κάνει και μ’ άλλα. Και κάπως έτσι αρχίζουν οι Παγιδευμένοι…
Μπορεί άραγε μια mainstream περιπέτεια με σφιχτοδεμένη δομή και αδιάλειπτη δράση να αποτελεί ταυτόχρονα και κοινωνικό σχόλιο με υπαρξιακές προεκτάσεις, ικανές να κερδίσουν ακόμα κι ένα κοινό που δεν αγαπά τις αστυνομικές ταινίες; Και είναι δυνατόν μια ιστορία «καλού και κακού μπάτσου» να ανατρέπει τόσο καταιγιστικά και πετυχημένα τα στερεότυπα τα οποία χρησιμοποιεί, χωρίς να υποκύπτει σε σχετικιστικές ή άλλες αφέλειες και αναδεικνύοντας, δίχως πολλά λόγια, όλες τις αποχρώσεις της πραγματικότητας, αλλάζοντας διαρκώς θέση στους ήρωές της;
Η απάντηση είναι μια αναζωογονητικά μεγάλη κατάφαση, αφού οι Άντερς Έλχολμ και Φρέντερικ-Λούις Βιλ, σκηνοθέτες και σεναριογράφοι των Παγιδευμένων, κατορθώνουν, στην πρώτη τους κιόλας σκηνοθετική απόπειρα, να προσπεράσουν τις εύκολες συνταγές και να αναδείξουν με σεναριακή ευστροφία και σκηνοθετική γρηγοράδα, το πολυδιάστατο της κατάστασης και της ανθρώπινης φύσης, όχι για να υπονομεύσουν την αδιαμφισβήτητη αλήθεια κάποιων γεγονότων, αλλά για να θέσουν τους ήρωες, όπως και το θεατή, απέναντι στις συνέπειες μιας οπτικής που καταφεύγει σ’ αφορισμούς και απαντά στα ερωτήματα με μονοσήμαντες λέξεις.
Η ταινία που φέρνει απόηχους από το εμβληματικό Μίσος του Ματιέ Κάσοβιτς και στοιχεία από την δανέζικη κινηματογραφική παράδοση του αστυνομικού θρίλερ, μετατρέπει την είσοδο των Χόγιερ και Άντερσον στο γκέτο σε καταβύθιση σε μια δαντική κόλαση αριστοτέλειων διλημμάτων που αλλάζουν συνεχώς μορφή και κρέμονται πάνω απ’ τα κεφάλια των πρωταγωνιστών σαν δαμόκλειος σπάθη που θα ορίσει τη ζωή ή το θάνατο. Η κάμερα χαρίζει σ’ όλους όσους περνάν από μπροστά της μια στιγμή αναγνώρισης καθιστώντας τους πρόσωπα με ιστορίες που, συχνά μόνο φανταζόμαστε, εγκιβωτίζονται, όμως, στην κύρια πλοκή, μεταλλάσσοντας την εξέλιξή της Η απώλεια της δύναμης των πρωταγωνιστών, δημιουργεί ρωγμές στη σιγουρά της οπτικής τους, έτσι όπως βλέπουν τον εαυτό τους να καθρεφτίζεται στην οργή και τη βία της άλλης πλευράς που, συμπιέζει, με τη σειρά της, αθέλητα ή μη, όσους ανάμεσά της παλεύουν για μια άλλη ζωή και εξαιτίας αυτού βρίσκονται στην πιο αδύναμη θέση απ’ όλους.
Σ’ αυτό τον άδικο κόσμο που οι δεύτερες ευκαιρίες δεν είναι πάντα κάτι εφικτό και οι ταινίες δράσης δεν παίρνουν πάντα τα εύσημα που τους αντιστοιχούν, ακόμα κι όταν όλα είναι στη θέση τους μέχρι κι η μουσική που μας φωνάζει την αλήθεια της σε περίπτωση που ξεχαστήκαμε, η ιστορία θα επιτύχει ένα είδος κάθαρσης που δεν θα σταματήσει τους αθώους απ’ το να πεθαίνουν, ούτε θ’ αλλάξει τη ρότα του κόσμου, θα μπορέσει, όμως, να κάνει μια υπόσχεση να κρατηθεί, και την καλοσύνη μιας μάνας να βρει ανταπόδοση και να φέρει το γιό της στο σπίτι.