(Παγιδευμένο αερόστατο)
της Binka Zhelyazkova
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_privarzaniyat-balon.jpg

Η κριτική του κομμουνιστικού καθεστώτος στο βαλκανικό και γενικότερα στο ανατολικοευρωπαϊκό σινεμά κατέφευγε στα πιο απίθανα και δυσδιάκριτα μονοπάτια προκειμένου να αποδομήσει σταδιακά την όποια επίφαση «νομιμότητας» διατυμπάνιζαν οι αρχές. Η περίπτωση του Παγιδευμένου αερόστατου της παραγνωρισμένης αλλά ιδιαίτερα σημαντικής και ταλαντούχας δημιουργού Μπίνκα Ζελιάζκοβα (1923-2011) αποτελεί διασταύρωση της κριτικής του κομμουνισμού με αυτή του φασισμού, τροφοδοτούμενη από μια κωμικοτραγική και με σουρεαλιστικά στοιχεία ιστορίας. Η Ζελιάζκοβα σκηνοθέτησε επτά ταινίες μεγάλου μήκους με έργα τα οποία συνδυάζουν την κριτική στον φασισμό, τη γυναικεία ματιά στην Ιστορία, την κοινωνία και τα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Διακρίνεται για την ποιητική και λυρική της κινηματογράφηση και παραμένει, δυστυχώς, άγνωστη στο ευρύ σινεφίλ κοινό.
Στο συγκεκριμένο και πιο αμφιλεγόμενο έργο της Παγιδευμένο αερόστατο τα γεγονότα διαδραματίζονται σε ένα απομονωμένο χωρίο της Βουλγαρικής υπαίθρου κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί εμφανίζεται ξαφνικά ένα στρατιωτικό αερόστατο. Το παράδοξο θέαμα του εναέριου όγκου λειτουργεί ως καταλύτης διχασμού στο χωριό και τελικής καταστροφής του φαντασιακού στοιχείου, καθώς και της αλληλεγγύης η οποία προϋποτίθεται αλλά δεν στεριώνει ποτέ στη μικρή κοινότητα, όπου οι γυναίκες του χωριού, οι άνδρες αλλά και οι χωροφύλακες αναζητούν διαφορετικούς εγωιστικούς στόχους με αναφορά στο αερόστατο.
Από το ζενερίκ με τα παγωμένα καρέ του τελάλη του χωριού η σάτιρα είναι δεδομένη, καθώς παραπέμπουν στα επικά κεκλιμένα κάδρα της ρηξικέλευθης φόρμας του Αϊζενστάιν. Στο πλαίσιο της τοποθέτησης της δράσης, η Ζελιάζκοβα καταφεύγει σε μια ακολουθία από πλάνα τα οποία μόνο κολακευτικά δεν είναι για την «πατριωτική» κοινότητα: «Παγώματα» κάποιων φοβισμένων χωρικών με ειρωνική αναφορά στη συνεργασία τους με τους ναζί πλαισιωμένα από περιπλανώμενα κοκόρια που κακαρίζουν κακόφωνα. Ο παραλληλισμός σαφής για ό,τι ακολουθεί στην προσπάθεια των χωρικών να κατανοήσουν της προέλευση και τον σκοπό του αερόστατου την ίδια στιγμή της ωραιότατης σεκάνς σε αργή κίνηση η οποία προαναγγέλλει την καταστροφή του αερόστατου από τους χωρικούς.
Οι αδέξια απόπειρα των χωρικών-κλόουν να καταρρίψουν το αερόστατο αντιπαραβάλλεται με την ματιά της αθωότητας και της φαντασίας, την οποία η σκηνοθέτης αποδίδει με το μικρό κορίτσι το οποίο είναι το μόνο που «ακούει» την ομιλία του αερόστατου και κυρίως μέσα από το μοτίβο της καταζητούμενης αντάρτισσας σε αντίστιξη με τον δωσιλογισμό των χωρικών (άλλωστε ένας από αυτούς φέρει «χιτλερικό» μουστάκι). Ωστόσο, η Ζελιάζκοβα είναι προσεκτική, επανασυνδέοντας σε μια ονειρική παρωδία του danse macabre το χωριό με την αδικοχαμένη αντάρτισσα.
Στιγμιότυπα όπως αυτό των γυμνών τσιγγανόπαιδων που χορεύουν στη λίμνη ή του περιπλανώμενου Στόγιαν και της κυνηγημένης όμορφης αντάρτισσας στο πυκνό δάσος υπογραμμίζουν τον λυρισμό της ταινίας σε αντίθεση το μοτίβο των αιμοβόρων λυκόσκυλων (στα οποία αποδίδεται ανθρώπινη μιλιά) ή του γελοιοποιημένου γαϊδάρου.
Η δομή της ταινίας χαρακτηρίζεται από επιμέρους «κεφάλαια» τα οποία φέρουν μια επιγραφές των Σενέκα,  Λέσινγκ, Βοργία, Μακιαβέλι, καθώς και της Βίβλου μεταξύ άλλων τα οποία πλαισιώνουν με περισσή ειρωνεία τα «επεισόδια» που ακολουθούν. Σηματοδοτεί όμως και μέσα από σαρκαστικές οπτικές συνεκδοχές (όπως αυτή των χωρικών που ανυψώνουν σε «μνημείο» τον γάιδαρο του χωριού σε ειρωνική μεταστροφή των κινηματογραφικού λογότυπου των μεγάλων σοβιετικών στούντιο) ή αυτής όπου τα μαραμένα ηλιοτρόπια επισκιάζουν τα κεφάλια τους σε μια σουρεαλιστική αιχμή για την αδυναμία των χωρικών να «ανθίσουν» ως προς το φαντασιακό στοιχείο, οι οποίοι απεικονίζονται μετέπειτα και ως σκιάχτρα.
Η Ζελιάζκοβα αφήνει και δύο αιχμές για τον βουλγαρικό επεκτατισμό όταν ένας χωρικός αναφέρει ότι παρόμοια αερόστατα είχε δει κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ξάνθη ή όταν τα δύο χωριά φιλονικούν για το πού ανήκει το αερόστατο και μια απειλή που εκτοξεύεται είναι αυτή «του τσεκουριού όπως διεμήνυσε ο Βούλγαρος στον Έλληνα Βασιλέα». Στην αντιπαράθεση αυτή η οποία διακωμωδεί και αποδομεί την υποτιθέμενη πατριωτική ενότητα αποτυπώνεται και μια διάσταση του αερόστατου: της υπερφίαλης και παραφουσκωμένης αντίληψης του «εγώ», έστω και με τη μορφή μιας τοπικής κοινότητας σε αντιδιαστολή με το ιδεώδες της κοινοκτημοσύνης που πρεσβεύει ο κομμουνισμός. Άλλωστε, αυτός ο υπαινιγμός σε συνάρτηση με τον ρόλο της χωροφυλακής ήταν ένας παράγων που εξόργισε το καθεστώς και στοίχισε στην ταινία και, φυσικά, στην ίδια τη Ζελιάζκοβα.
Η φόρμα της ασπρόμαυρης ταινίας διακρίνεται από μια παιγνιώδη σύνθεση μεταξύ λυρισμού και μοντέρνων τεχνικών «παγώματος», καθώς και δυναμικού μοντάζ με κύριο χαρακτηριστικό, επίσης, τα εκρηκτικά κοντινά (όπως το κοντρ-πλονζέ με τα σκυλιά και του χωρικούς) και τον υπόκωφο ήχο, όπου τονίζεται έτσι η μυστήρια διάσταση του αερόστατου σε συνάρτηση με τα λίγα πλάνα αργής κίνησης τα οποία ενισχύουν την ονειρική και φαντασιακή διάσταση της αντίληψης της κοινότητας για το αερόστατο πριν αυτό καταστεί αντικείμενο «κανιβαλισμού». Παρότι πολλά από τα σημειολογικά στοιχεία της ταινίας απαιτούν εξοικείωση με την συγκεκριμένη κουλτούρα, το Παγιδευμένο αερόστατο παραμένει αδικαιολόγητα παραγκωνισμένο, πολύ μακριά από τη διεθνή αναγνώριση που του αξίζει ως μια αριστουργηματική τομή στο βουλγαρικό και βαλκανικό σινεμά.

Σπύρος Γάγγας

Privarzaniyat balon / Παγιδευμένο αερόστατο/ Αιχμάλωτο Αερόστατο (Binka Zhelyazkova, Βουλγαρία, 1967)