(Αμνός)
του Valdimar Jóhannsson
«Ακόμα και το κακό πρέπει να έχει ένα μέρος για να ζει» λέει ο δαίμονας στον επίσκοπο του Drangey, ενός μικρού ισλανδικού νησιού , σε έναν από τους πολλούς θρύλους που ενδημούν στο ομιχλώδες ηφαιστειογενές τοπίο μιας χώρας με πλούσια παράδοση σε μαγικά πλάσματα. Στον Αμνό του Valdimar Jóhannsson, στην απομονωμένη ορεινή φάρμα της Μαρίας και του Ίνγκβαρ, η απειλή κάνει την εμφάνισή της ήδη από την εισαγωγική σκηνή, αόρατη στο θεατή, ορατή στα υπόλοιπα πλάσματα της φύσης. Άλλοτε απόμακρη κι άλλοτε σε απόσταση αναπνοής, αιωρείται στην ατμόσφαιρα, αντανακλάται στην απόκοσμη μοναξιά του τοπίου και της σχέσης, στην αίσθηση απώλειας που διαπερνά τα παγωμένα στο χρόνο πρόσωπα , στους εφιάλτες της γυναίκας, αλλά πιο χειροπιαστά στο ρουθούνισμα των ζώων, στα βελάσματα και στις κλαγγές των οπλών τους. Σε μια ταινία που η οπτική των ζώων είναι ισχυρότερη από αυτή των ανθρώπων και που ο ανθρώπινος παραλογισμός αποκτά σταδιακά θεμέλια κανονικότητας ακόμα και στη συνείδηση του θεατή, δεν είναι τυχαίο το σοκ και το δέος που αισθάνεται ο τελευταίος με την αναπάντεχη σκηνή του τέλους. Ως να μην ήξερε ότι αυτό που έβλεπε δεν ήταν «Ευτυχία» αλλά ένα «Πρόβατο».
Οικολογικό θρίλερ με έντονο το στοιχείο του αλλόκοτου, ψυχολογικό δράμα με δόσεις μυστηρίου και φαντασίας- αλλά και ενός υφέρποντος τρόμου που ενισχύεται από τα υποβλητικά ηχοτοπία-, σκοτεινό παραμύθι με θρησκευτικές προεκτάσεις ή μεταφυσική ταινία για την μητρότητα και την απώλεια, όπως και να δούμε το Lamb, η έλξη που ασκεί πηγάζει από αυτή την ονειρική αίσθηση που μας γοητεύει και στα παραμύθια. Κι αν η αισθητική του απεικόνιση οφείλει πολλά σε μια σειρά ζωγράφων που μνημονεύονται στα credits από τον σκηνοθέτη (Albrecht Dürer, Rembrand, Carl Bloch και William Turner μεταξύ άλλων) στον πυρήνα του βρίσκεται η διατάραξη της κοσμικής τάξης, η πανάρχαια Ύβρις, που επιφέρει με νομοτελειακό τρόπο την τιμωρία και το θάνατο. Το κακό θα χτυπήσει εκεί που δεν το περιμένεις για να υπενθυμίσει ότι η Κόλαση δεν είναι τίποτα άλλο από την άρνησή μας να δούμε την πραγματικότητα.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου
Σχετικά για την ταινία
Η Μαρία και ο Ίνγκβαρ είναι ένα ζευγάρι Ισλανδών κτηνοτρόφων, που έχουν βιώσει την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, και είναι βυθισμένοι στη θλίψη. Για να καλύψουν το συναισθηματικό κενό τους, αποφασίζουν να δώσουν την αγάπη τους σ’ ένα μικρό αρνί που εμφανίζεται μυστηριωδώς στη φάρμα τους. Αυτή τους η πράξη όμως φαίνεται πως παραβαίνει κάποιους αιώνιους νόμους της φύσης, με αποτέλεσμα να υποστούν τις συνέπειες. Μετά την αρχική ευφορία, οι δύο κτηνοτρόφοι θα διαπιστώσουν πως τα πάντα εδώ πληρώνονται, αλλά και πως η δυστυχία και οι αναποδιές στη ζωή μπορούν να φέρουν τους ανθρώπους πιο κοντά.
Μια σκοτεινή, μεταφυσική ταινία, ένα οικολογικό θρίλερ που εστιάζει στην αγάπη και την απώλεια, την ελπίδα και τις μεγάλες αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή αλλά και για τη δύναμη της Φύσης, που οι άνθρωποι, χαμένοι μέσα στον τεχνολογικό πολιτισμό τους, τείνουν να ξεχάσουν.
Ο σκηνοθέτης δηλώνει: "Οι παππούδες μου είχαν μια φάρμα με πρόβατα και πέρασα μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας εκεί. Την ηρωίδα του Αμνού, τη Μαρία, την εμπνεύστηκα από τη δύναμη και την αποφασιστικότητα της γιαγιάς του. Ανέκαθεν ήθελα να διηγηθώ μια ιστορία εμπνευσμένη από τα παραμύθια, μια ιστορία που θα αντανακλά την φύση στους ανθρώπους, και τους ανθρώπους στη φύση. Τον Αμνό τον εμπνεύστηκα όχι από ένα αλλά από πολλά ισλανδικά παραμύθια και λαϊκές δοξασίες. Και εγώ, και ο συν-σεναριογράφος μου, ο Sjón ενδιαφερόμαστε για ιστορίες που είναι κατά βάση ρεαλιστικές αλλά εμπεριέχουν ένα σουρεαλιστικό ή φαντασιακό στοιχείο το οποίο όμως παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε τελικά γίνεται κι αυτό ρεαλιστικό μέσα στην αφήγηση.
Η φύση δεν μπορεί να ελεγχθεί, ούτε μπορείς πραγματικά να προβλέψεις τις αντιδράσεις της, κι εμείς οι άνθρωποι εξαρτιόμαστε από αυτήν –είμαστε έρμαια των δυνάμεων της μητέρας-φύσης, και δεν μπορούμε να αποδράσουμε από τη μοίρα μας".
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)