του Giuseppe Tornatore
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Όταν ήταν μικρός ο πατέρας του, του έδωσε μια τρομπέτα και τον έστειλε στο Ωδείο για μαθήματα. Οι επιδόσεις του δεν ήταν κι οι καλύτερες, οπότε ο μπαμπάς του περιόρισε τις εξόδους για να αυξήσει το διάβασμα. «Με την τρομπέτα έθρεψα την οικογένειά μου και το ίδιο θα κάνεις κι εσύ» του είπε. Ο μικρός δεν ενθουσιάστηκε, αλλά, δεν τα παράτησε. Κι όλο και σκάρωνε μελωδιούλες στο κεφάλι του. «Να πας για σύνθεση» του είπε ο ένας του δάσκαλος. Κι αυτό ακριβώς έκανε ο μικρός Ένιο. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία της μουσικής. Και του σινεμά. Και του παντρέματος των δύο αυτών ειδών που η μουσική ιδιοφυία του Ένιο Μορικόνε έκανε μ’ έναν τρόπο πρωτόγνωρο φτιάχνοντας κατ’ ουσία ένα νέο είδος - μουσική για το σινεμά και υπηρετώντας το με πάνω από 500 ταινίες. Πολλοί σκηνοθέτες και μουσικοί υπήρξαν συνοδοιπόροι του κι έδεσαν την καλλιτεχνική τους μοίρα μαζί του – κάποιους τους αγάπησε περισσότερο, σ’ άλλους έδωσε μια ευκαιρία όταν ήταν άσημοι, μ’ άλλους δεν συναντήθηκε ποτέ του. Συναντιόταν, όμως, κάθε φορά με το κοινό που αγαπάει τόσο τη μουσική του ώστε να τη συνδέει με προσωπικές στιγμές και χαρές – αυτό του άρεσε πάντα να το ακούει. Είναι άραγε τόσο σπουδαία όλα αυτά για την κλασική μουσική κοινότητα; Ή για να θεωρείται κανείς σοβαρός συνθέτης πρέπει να γράφει μόνο συμφωνική μουσική για κονσέρτα -κάτι που παρεμπιπτόντως ο Ένιο έκανε, γράφοντας επίσης και πειραματική μουσική; Αμφέβαλλε άραγε κι αυτός για την αξία του σαν κάποιους παλιούς συμμαθητές που άργησαν τόσο να τον αναγνωρίσουν;
Το ντοκιμαντέρ του Τζουζέπε Τορνατόρε, Ennio, απαντάει σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα και σε πολλά περισσότερα μέσα απ’ τις αφηγήσεις του ίδιου του Μορικόνε που καθήμενος απέναντί μας για σχεδόν δύο ώρες, μας εξιστορεί με δικά του λόγια και κάποιες φορές με συγκίνηση, όλη του τη ζωή, εστιάζοντας το κέντρο της εκεί που ήταν πάντα γι αυτόν: στη μουσική. Ο Τορνατόρε τον αφήνει να το κάνει χωρίς να προσπαθεί να υπεισέλθει στο προσωπικό ή ίσως ακριβώς επειδή αντιλαμβάνεται πως για μια μουσική ιδιοφυία σαν κι αυτή δεν υπάρχει κάτι πιο προσωπικό απ’ τη μουσική της. Παρ’ όλα αυτά, μαθαίνουμε πως η «σοβαρή» μουσική κοινότητα άργησε να τον αποδεχτεί, πως κι ο ίδιος είχε για χρόνια τις αμφιβολίες του, πως παρ’ ότι μεσουρανούσε μουσικά για δεκαετίες έχανε κάθε υποψηφιότητα για Όσκαρ και τελικά πήρε ένα σε προχωρημένη ηλικία, και μόνο τότε -αφού νόμιζαν πως λόγω ηλικίας ξόφλησε- εκείνος τους διέψευσε και, λίγα χρόνια μετά, κέρδισε επιτέλους Όσκαρ για ταινία. Η έκπληξη και οι ανατρεπτικοί συνδυασμοί ήταν εξάλλου πάντα και το δυνατό του σημείο τόσο στις ενορχηστρώσεις απ’ όπου ξεκίνησε όσο και στη σύνθεση στην οποία αφιέρωσε κατόπιν τη ζωή του. Η αντίστιξη καθόρισε τη ζωή του περισσότερο από κάθε προσωπική πληροφορία που μπορεί να πει. Το contrapunto – του φέρνει σχεδόν δάκρυα στα μάτια. Και η αγάπη του για τη γυναίκα του Μαρία – αυτό το είπε ακόμα και στα Όσκαρ. Του αρέσει το σκάκι. Και πολλές φορές -ειδικά όταν ήταν νέος- την πρώτη φορά που έβλεπε μια ταινία για να γράψει μουσική κοιμότανε -ιδιαίτερα στα γουέστερν. Άλλες προσωπικές πληροφορίες δεν θα μάθουμε. Άρα ποιος είναι ο Ένιο; Βλέπουμε τρανταχτά ονόματα στην οθόνη από τον Κλιντ Ίστγουντ και τον Κουίνσι Τζόουνς, μέχρι τον Μπρους Σπρίγκστιν και τον Τζέιμς Χέτφιλντ των Μετάλικα και από τον Νικόλα Πιοβάνι μέχρι τη Λίνα Βέρντμίλερ, τον Ντάριο Αρτζέντο και τον Γουόν Καρ-Βάι για να αναφέρουμε μόνο λίγους να μιλάνε γι αυτόν. Ο Ένιο είναι αινιγματικός, σοβαρός, πιστός στον εαυτό του, ιδιοφυία, άνθρωπος που τον αγαπάς, εξαίρεση σε κάθε κανόνα, φαινόμενο, τρελός, αλλά κυρίως μουσικός. Αυτά είναι μερικά μόνο απ’ τα σχόλια. Κι είναι κρίμα που δεν ζει ο Σέρτζιο Λεόνε για να δούμε τι θα έλεγε κι αυτός. Ευτυχώς, ο Μπερτολούτσι πρόλαβε να πει δύο-τρία λόγια. Μετά αρχίζουν να μιλάνε όλοι τους για τη μουσική του μια κι η ζωή του Ένιο Μορικόνε είναι η μουσική. Ακόμα και μέσα στο δωμάτιό του διευθύνει μια αόρατη ορχήστρα – και δεν είναι τυχαίο που αυτές οι σκηνές ανοίγουν και κλείνουν την ταινία. Αυτού του είδους η ασυνήθιστη -κι ασυμβίβαστη- σκηνοθετική προσέγγιση -μια και τέτοιου είδους ντοκιμαντέρ-βιογραφίες όλο και προσπαθούν να κρατήσουν κοντά τους το κοινό με ανέκδοτες ιστορίες-δώρα-, μπορεί ίσως να απομακρύνει κάποιους θεατές. Οι υπόλοιποι, θ’ ανταμειφθούν επάξια γιατί κάποια στιγμή -ίσως όταν ακουστούν οι πρώτες νότες απ’ το Κάποτε στην Αμερική ή απ’ το Σινεμά ο Παράδεισος (όταν ο Μορικόνε δέχτηκε να γράψει τη μουσική της ταινίας αυτής ο Τορνατόρε ήταν ακόμα εντελώς άσημος)- η μουσική θα τους κατακλύσει κι αυτούς και θα αντιληφθούν πως εκτός απ’ το σπουδαίο αρχειακό υλικό, τις σκηνές από ταινίες, τα σχόλια συνεργατών και φίλων του, τη συγγνώμη ενός παλιού συμμαθητή και ολόκληρες εποχές που ζωντανεύουν κάτω απ’ τα μάτια μας, καθώς και το γεγονός ότι ακούμε ξανά μελωδίες που αγαπήσαμε τόσο, η επιμονή του Τορνατόρε να μείνει πιστός σ’ αυτό που αγαπούσε ο Μορικόνε πιο πολύ, δίνει εν τέλει στο ντοκιμαντέρ μια ξεχωριστή, δική του ψυχή, που όπως και του Ένιο είναι τελικά φτιαγμένη από νότες..