(Το σπίτι της Σουζάνα)
του Sébastien Lifshitz
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_casa-sussana.jpg

Μεσοαστές κυρίες βάζουν τα καλά τους και περνούν τα Σαββατοκύριακα σ΄ ένα χώρο που νοιώθουν ελεύθερες. Τον μόνο του είδους στη δεκαετία του 50. Μαγειρεύουν, πλέκουν, δίνουν παραστάσεις σε κοινό ή απλά αράζουν και συζητούν. Μερικές είναι μόνες κι άλλες συνοδεύονται από τις συζύγους τους. Βλέπετε οι κυρίες αυτές είναι άνδρες. Παρενδυτικοί και γι αυτό παράνομοι. Δηλώνουν όλοι ετεροφυλόφιλοι, θέλουν να ιδρύσουν σύλλογο  και τις καθημερινές επιστρέφουν στις αξιοσέβαστες εργασίες τους. Κάποιες, ωστόσο, κι ας μην το ομολογούν, ονειρεύονται να γίνουν γυναίκες. Η οικοδέσποινα Σουζάνα ονομάζεται και Τίτο και το μέρος αυτό ήταν ιδέα της γυναίκας της, Μαρίας. Γνωρίστηκαν όταν ο Τίτο πήγαινε στο μαγαζί με περούκες της Μαρίας.  Κάποια στιγμή το σπίτι κλείνει απότομα κι οι άνθρωποι σκορπίζονται.  Σημαίνει κάτι άραγε το μέρος αυτό σήμερα σ’ όσους έχουν απομείνει;
Στο Σπίτι της Σουζάνα ο Σεμπαστιάν Λιφσίτς, γνωστός για την ικανότητά του να εστιάζει στα πρόσωπα και να βγάζει το συναίσθημα μέσα από πλάνα του ουρανού και της φύσης, πράγμα που με επιτυχία κάνει κι εδώ, επιλέγει δύο απ’ τις παλιές θαμώνες -εξαιρετικές στις αφηγήσεις τους και οι δύο- που έχουν κάνει φυλομετάβαση, τον πολύ ανοιχτό και φιλικό εγγονό της Μαρίας και την πολύ ειλικρινή και κάπως βασανισμένη κόρη ενός απ’ τους παρενδυτικούς, κι επιστρέφει μαζί τους στο κάποτε διάσημο σπίτι αναζητώντας ίχνη απ’ το παρελθόν. Στόχος του να αναδημιουργήσει την ιστορία του σπιτιού και του ζευγαριού που το έφτιαξε, να αναδείξει κάτι απ’ το πνεύμα της εποχής, να μιλήσει για μια μυστική πλευρά της ιστορίας της αμερικανικής queer κοινότητας (το σπίτι βρισκόταν στα περίχωρα της Νέας Υόρκης, αλλά κόσμος το επισκεπτόταν ακόμα κι απ’ το εξωτερικό) και να αποτυπώσει στο μυαλό του θεατή μέσα από πολύ προσωπικές, άμεσες αφηγήσεις ανθρώπων που συνεχώς κοιτάνε την κάμερα κατάματα, σε κοντινά ή μεσαία συνήθως πλάνα, και τις οποίες εναλλάσσει με οπτικό υλικό της εποχής (φωτογραφίες και φιλμάκια) και με τα γνωστά του αισθαντικά πλάνα, το πόσο πολύτιμη και καθοριστική ήταν για όλη εκείνη την κατατρεγμένη κι αόρατη κοινότητα η ύπαρξη ενός τέτοιου μέρους.
Σε μια τόσο σκληρή εποχή, με νόμους αμείλικτους, κάποιες αλήθειες, ήταν, ωστόσο, δύσκολο να τις παραδεχτεί κανείς όχι μόνο στην κοινωνία (που περιέργως έδινε τη δυνατότητα μιας νέας αρχής σ’ όσους «έκαναν την εγχείρηση» όπως το έλεγαν τότε), αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως επειδή δύο αλήθειες είναι πολύ δυσκολότερες να τις καταπιείς από μια, όπως πολύ χαρακτηριστικά μας λέει η Κέιτ, εξηγώντας π.χ. πως πολλές θαμώνες ήταν τρανς κι όχι παρενδυτικοί κι ας το αρνιόντουσαν και δεν ήταν βεβαίως ετεροφυλόφιλοι όλοι όσοι σύχναζαν στο σπίτι. Αυτή την αμφισημία της κρυμμένης ετερότητας που καλυπτόταν κάτω από κοινές μεταμφιέσεις, σαν μια δεύτερη μεταμφίεση εσωτερική αυτή τη φορά, που τα μέλη δεν ομολογούσαν ούτε μεταξύ τους, είναι μια αίσθηση που οι διηγήσεις φανερώνουν και το ντοκιμαντέρ αποπνέει, με τα πρόσωπα να διαφέρουν επίσης στο βαθμό αυτό-αποκάλυψης και ψυχικής διάθεσης, αλλά και στον τρόπο που σπίτι ως σημείο αναφοράς δεν σημαίνει τα ίδιο για όλους, εφ’ όσον η Κέιτ και η Ντιάνα το έζησαν ως θαμώνες, η Μπέτσι μέσα από μυστικά που αφορούσαν στον πατέρα της κι άργησαν να αποκαλυφθούν και ο εγγονός της Μαρίας, Γκρέγκορι, ήρθε για να αποτίσει φόρο τιμής σ’ αυτούς που χάθηκαν, αλλά και στην παιδική του ηλικία την οποία σε μεγάλο βαθμό το σπίτι εκπροσωπεί.
Ο Λιφσίτς, δίνει σε όλους το χρόνο και το χώρο να πουν αυτά που επιθυμούν και να εκφραστούν συναισθηματικά έτσι όπως θέλουν, χωρίς να προσπαθεί να ομογενοποιήσει την αίσθηση που αφήνουν οι αφηγήσεις τους στο μοντάζ, αλλά αντίθετα προσθέτοντας στο τέλος κι άλλα στοιχεία για να τα σκεφτεί ο θεατής φεύγοντας, βάζει δηλαδή την ταινία του να λειτουργήσει κι η ίδια μ’ έναν τρόπο αντίστοιχο του σπιτιού που υπήρξε το θέμα του: ως ένας τόπος όπου όλοι μπορούν να συναντηθούν κι ο καθένας να είναι ο εαυτός του.