της Charlotte Wells
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_aftersun.jpg

Είκοσι χρόνια πριν η 11χρονη Σοφί πηγαίνει διακοπές στο εξωτερικό με τον πατέρα της σ’ ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στην Τουρκία. Οι γονείς της είναι χωρισμένοι, κι εκείνος μένει πια σ’ άλλη πόλη της Αγγλίας. Δεν βλέπονται συχνά μοιράζονται, όμως, πάντα τον ίδιο ουρανό όπως του λέει. Βουτιές στην πισίνα, κολύμπι στη θάλασσα, γεύματα, δείπνα, παιχνίδια, διαφωνίες, μικροί τσακωμοί, γνωριμίες με μεγαλύτερα παιδιά, η καλοκαιρινή ραστώνη σε εναλλαγή με δραστηριότητες και γονεϊκή φροντίδα. Μια εφηβεία που πλησιάζει για τη Σοφί, μια ανεπαίσθητη θλίψη που προσπαθεί ν’ αποφύγει ο πατέρας. Πώς να ήταν τότε τα πράγματα γι αυτόν; Είκοσι χρόνια μετά, η Σοφί, την ημέρα πάλι των γενεθλίων της, ξανακοιτά τα φιλμάκια που είχαν τραβήξει οι δύο τους τότε. Προσπαθεί να συμπληρώσει με το μυαλό της τις εικόνες του πατέρα που έζησε, μ’ άλλες που φαντάζεται πως υπήρχαν…
Το φευγαλέο της στιγμής, η νοσταλγία του χαμένου χρόνου, το ανεξήγητο του ανθρώπινου εύθραυστου, η ανάμνηση που ξαναγίνεται γεγονός με τη θύμηση κι αποκτά νέα σημασία εκ των υστέρων. Η αναζήτηση του πατέρα και μαζί του παιδιού που ήμασταν κάποτε. Η αγάπη απέναντι στο υπαρξιακό αδιέξοδο. Αλλά κι ένας μικρός στοχασμός για την πραγματικότητα που η ουσία της πάντα σ’ ένα βαθμό μας διαφεύγει. Τρυφερά κι αισθαντικά, το Aftersun, πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Σάρλοτ Γουέλς που έχει γράψει και το αρκετά αυτοβιογραφικό σενάριο, μας τα εξιστορεί όλα αυτά, αναζητώντας την αλήθεια του χαμένου χρόνου, χωρίς μπισκοτάκια μαντλέν α λα Προυστ αλλά με φιλμάκια που η Σοφί ξαναβλέπει έχοντας για μόνη συντροφιά το θεατή σ’ ένα γραμμικό φλας μπακ εκείνων των ημερών όπου η χαρά συνυπάρχει με τη μελαγχολία. Ή έτσι τα βλέπει τώρα που χαθήκαν.. Η ταινία αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα μικρό φόρο τιμής στα ζητούμενα και τους τρόπους του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά του 90 (που βασικά αναβίωνε εκείνον του 60), με την κάμερα στον ώμο, τις αντισυμβατικές γωνίες λήψης, την πλοκή να μην αποτελεί αυτοσκοπό και την υπαρξιακή διάσταση των ιστοριών να αναδεικνύεται μέσα από τετριμμένους, αποσπασματικούς διαλόγους, και από άμεσες, κοφτές ερμηνείες όπως εδώ της μικρής Φράνκι Κοριό (εξίσου καλή αλλά πιο σύγχρονη και εκείνη του πατέρα, Πολ Μεσκάλ).
Η ενήλικη Σοφί, εμφανίζεται ελάχιστα στην ταινία, ο θεατής, όμως έχει την αίσθηση πως την αισθάνεται μέσα από τη μουσική που παίζει ρόλο αναστοχαστικού σχολίου, επαναεπενδύοντας τις παρελθοντικές εικόνες και αποτελώντας ένα είδος γέφυρας ανάμεσα στο γεγονός και στην ανάμνησή του και στον διαφορετικό τρόπο που τα πράγματα εκλαμβανόντουσαν τότε και τώρα, χωρίς όμως να είναι πάντα ξεκάθαρο τι ανήκει σε ποια στιγμή. Οι εικόνες απ’ τη βιντεοκάμερα -όπως και το γραπτό κείμενο της κάρτας που φευγαλέα βλέπουμε-, αυτά που μένουν δηλαδή, αποτελούν για την ενήλικη πια Σοφί ένα είδος συναισθηματικής κιβωτού που απ’ τη μια της υπενθυμίζει την απώλεια, ταυτόχρονα, όμως, καθιστά αυτά που δείχνει πραγματικά και τη διαβεβαιώνει πως δεν θα χαθούν ποτέ ολόκληρα κι ας αμφιβάλλει για το νόημά τους, έτσι ώστε να μην χρειάζεται άλλη μαντλέν εκτός απ’ τη θέαση για να ενώνει κάθε φορά το παρελθόν με το παρόν και να ξανακερδίζει -στο βαθμό που αντέχει ή είναι εφικτό- έστω και για λίγες στιγμές το χαμένο της χρόνο. Αλλά πάλι, για αυτό δεν είναι η τέχνη;