του Gaspar Noé
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
(...) Χρόνια ήθελα να κάνω μια ταινία με ηλικιωμένους. Με τους παππούδες μου και αργότερα με τη μητέρα μου, κατάλαβα ότι τα γηρατειά περιλαμβάνουν πολλά σύνθετα ζητήματα επιβίωσης. Δημιουργείται μια σαρωτική κατάσταση κατά την οποία αυτοί που σε έχουν προστατεύσει περισσότερο στη ζωή, επιστρέφουν με τη σειρά τους στην παιδική τους ηλικία. Έτσι φαντάστηκα μια ταινία με εξαιρετικά απλή αφήγηση, με ένα άτομο σε κατάσταση νοητικής επιδείνωσης που χάνει τη χρήση της γλώσσας, και τον εγγονό της που ακόμη δεν την έχει κατακτήσει, ως δύο άκρα αυτής της σύντομης εμπειρίας που είναι η ανθρώπινη ζωή.
(...) Ενώ είναι η πρώτη μου ταινία που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, μου λένε επίσης ότι, λόγω της τόσο κοινής κατάστασης που περιγράφει, την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν ή θα γνωρίσουν, είναι η πιο σκληρή. Έχω κάνει ήδη ταινίες που τρόμαξαν τους ανθρώπους, τους ερέθισαν ή τους έκαναν να γελάσουν. Αυτή τη φορά ήθελα να κάνω μια ταινία που τους έκανε να κλάψουν όσο κι εγώ, στη ζωή όπως και στο σινεμά. Τα δάκρυα έχουν πραγματικά ηρεμιστικό αποτέλεσμα όταν έρχονται σε επαφή με τις μεμβράνες των βλεφάρων, κάτι που τα κάνει από τις πιο ευχάριστες ουσίες που υπάρχουν. Επίσης, δεν είναι η πρώτη φορά που σκηνοθέτησα με τη μεγαλύτερη αγάπη ανθρώπους μεγαλύτερους από μένα: υπάρχει ο Φιλίπ Ναόν με τον οποίο έκανα τη μικρού μήκους Κρέας, και μετά το Μόνος Εναντίον Όλων. Αλλά αυτή τη φορά, το Vortex είναι εμπνευσμένο από πρόσφατες εμπειρίες μου, κι απ’ όλους εκείνους τους πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους των οποίων την πνευματική δύναμη είδα να φθείρεται και στη συνέχεια να πεθαίνει μπροστά στα μάτια μου. Η ταινία μάλλον αναφέρεται στο κενό που μας περιβάλλει και μέσα στο οποίο επιπλέουμε. Μου είπαν επίσης ότι θυμίζει το Enter the Void με την έννοια ότι το θέμα του είναι το μεγάλο κενό που είναι ζωή και όχι θάνατος.
(...) [Είναι επίσης η ταινία] σε κάθε περίπτωση όχι πολύ μανιχαϊστική. Είναι απλώς η ιστορία μιας γενετικά προγραμματισμένης αποσύνθεσης, όταν ολόκληρο το σύστημα καταρρέει. Όπως γράψαμε στη σύνοψη για το Φεστιβάλ Καννών: Η ζωή είναι σύντομο πάρτι που σύντομα θα ξεχαστεί.
(...) Οι τρεις ηθοποιοί μου ήταν οι πιο όμορφες Ρολς Ρόις αυτοσχεδιασμού που θα μπορούσα να ονειρευτώ. Αλλά δουλεύοντας με τη Φρανσουάζ και τον Ντάριο, δεδομένου του θαυμασμού μου για εκείνους, έβαλα τον εαυτό μου σε μεγάλη πίεση, χαρούμενη και εποικοδομητική. Δεν ήθελα να τα κάνω θάλασσα, να φανώ τεμπέλης μπροστά σε έναν μάστερ της εικόνας όπως ο Ντάριο Αρτζέντο, ούτε να εκμαιεύσω ερμηνείες λιγότερο από τέλειες, με τη Φρανσουάζ στην ταινία. Έχω λατρέψει τη Φρανσουάζ από τότε που την ανακάλυψα στο Η Μαμά και η Πουτάνα, αν και η τόσο ακριβής χρήση διαλόγων που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης Ζαν Εστάς, είναι ακριβώς αντίθετη με αυτό που προσπαθώ να κάνω εγώ. Όταν ο Ντάριο συμφώνησε να παίξει στην ταινία, είχα λιγότερο από ένα δεκαπενθήμερο για να βρω τον γιο του. Καρφίτσωσα στον τοίχο φωτογραφίες της Φρανσουάζ και του Ντάριο και αναρωτήθηκα ποιος θα ήταν εμφανισιακά πιστευτός ως παιδί τους. Και σκέφτηκα τον Άλεξ Λουτζ. Είχα δει την ταινία Guy τυχαία και ενθουσιάστηκα με την ερμηνεία του. Κόλλησα τη φωτογραφία του δίπλα σε αυτές των γονιών του και λειτούργησε τέλεια. Συναντηθήκαμε και ήταν διαθέσιμος. Και όταν μου είπε ότι είχε σκηνοθέτησε το Guy μόνος του, από ένα σενάριο 10 σελίδων, κατάλαβα ότι ταιριάζαμε μια χαρά.
(...) Οι περισσότερες σπουδαίες ταινίες σφαγιάζονται όταν κυκλοφορούν, και οι χειρότερες λατρεύονται… Οπότε δεν με νοιάζει αυτό το θέμα. Για να παραφράσω τον Παζολίνι, αυτό που κάνουμε είναι πιο σημαντικό από αυτό που λέμε. Το Vortex μπορεί να είναι πιο “ενήλικο” από τις άλλες μου ταινίες. Αλλά, με εξαίρεση το Μόνος Εναντίον Όλων και τη μικρού μήκους SIDA, νιώθω σαν να έχω κάνει μόνο ταινίες με θέμα τους εφήβους, για τους εφήβους. Σήμερα, στα 57 μου, ίσως επιτέλους ξεκινώ να ενηλικιώνομαι. Μπαίνω σε έναν άγνωστο κόσμο.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)