(Φρανς)
του Bruno Dumont
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Με τ’ όνομα μιας χώρας για προίκα και νόημα κι επίθετο που παρ’ ολίγο να ήταν ήθος, η Φρανς (Λέα Σεϊντού), είναι η μεγαλύτερη σταρ της τηλεοπτικής πολιτικής δημοσιογραφίας στη Γαλλία με το πρόσωπό της να είναι αντικείμενο λατρείας. Στην ιδιωτική της, όμως, ζωή ο άνδρας της νοιώθει πως τον παραμελεί μέσα στο τεράστιο σπίτι-ανάκτορο όπου ζουν, ενώ το άγχος της για το γιό της γίνεται αιτία να τρακάρει μ’ έναν νεαρό αραβικής καταγωγής που εξαιτίας της σπάει το πόδι του. Το συμβάν αυτό μαζί με μια συνομιλία της που εκ λάθους βγαίνει στον αέρα, προκαλούν ρωγμές στην εικόνα της και γίνονται η αρχή της κατάρρευσής της. Ανίκανη να συνέλθει, εγκαταλείπει την τηλεόραση και καταφεύγει σ’ ένα αναρρωτήριο. Εκεί την ερωτεύεται ένας νεαρός τρόφιμος που δεν έχει ιδέα ποια είναι. Ή τουλάχιστον έτσι λέει. Κι αυτό δεν θα είναι το μεγαλύτερό της δράμα…
Αν το κρυφτούλι με τις προθέσεις συνηθίζεται στις ιστορίες-μεταφορές, στο Φρανς ο Μπρούνο Ντιμόν δεν το καταδέχεται διόλου και μ’ ένα όνομα, έναν τίτλο, λίγα πλάνα δημόσιων κτιρίων και τον Μακρόν, φανερώνει εξαρχής πως η ιστορία της Φρανς εκφράζει κι εκείνη της χώρας της, έτσι όπως όμορφες κι αλαζονικές, βυθίζονται μέσα στο χεγκελιανό zeitgeist, το πνεύμα δηλαδή της εποχής, που τις καταπίνει και τις δυό με την αβάσταχτη κενότητά του. Ο Ντιμόν, που για χρόνια υπήρξε καθηγητής φιλοσοφίας, μετατρέπει τη μελαγχολία της Φρανς σε περίβλημα ενός φιλοσοφικού στοχασμού για το επιφανειακό, την εικόνα και την αλήθεια, υπονομεύοντας με χιούμορ και σαρκασμό και το φαίνεσθαι των δικών του εικόνων (όπως κάνει και με την ομορφιά της Φρανς) και «σπάζοντας» όπου κρίνει σκόπιμο την ομοιογένεια του ρυθμού και του ύφους, πειραματιζόμενος για να εμποδίσει το θεατή απ’ το να βολευτεί στη γραμμικότητα της αφήγησης και να ταυτιστεί με την πλοκή και τα περιεχόμενά της, βάζοντας τον δηλαδή σε παρόμοια θέση με την πρωταγωνίστρια που δεν βρίσκει τη συναισθηματική της σύνδεση όσο κι αν κλαίει.
Οι ενοχές της Γαλλίας κι η αμφιθυμία της ως προς την αποικιοκρατική της αντίληψη -εντός και εκτός συνόρων- αποτελούν μέρος της ταινίας αυτής, και παρ’ ότι τα δάκρυα της Φρανς (για της χώρας δεν ξέρουμε) δεν είναι κροκοδείλια, καμιά επανόρθωση δεν πρόκειται να επιτευχθεί όσο η αλήθεια παραμένει θέαμα δίχως νόημα (π.χ. το κοινό ενδιαφέρεται περισσότερο για το πρόσωπό της Φρανς απ’ ότι για τον πόλεμο) κάτι στο οποίο συντελεί και η σύγχρονη τεχνολογία που τα κάνει όλα να φαίνονται μυθοπλαστικά, σχεδόν σαν σινεμά, με τη μεγαλύτερη απώλεια να είναι τελικά η ίδια η ψυχή του ανθρώπου και η σύνδεση που δεν μπορεί να βρει με τον εαυτό του.
Κι έτσι παρά την μεγάλη ένταση, τις σχέσεις που παραπαίουνε και την απελπισία της προδοσίας, η Φρανς όσο κι αν πάσχει και συμπάσχει, δεν μπορεί να γίνει ποτέ Μια Γυναίκα που εξομολογείται, αφού δεν μπορεί να βρει τη ρίζα του κακού, αλλά ούτε και τίποτε άλλο μέσα της, για να το κάνει λόγο και να εκτεθεί, δίνοντας συνοχή κι υπόσταση στις αγωνίες και στις εσωτερικές της συγκρούσεις. Ακόμα κι η μεγαλύτερή της απώλεια εκφράζεται μόνο ως κενό μούδιασμα – αφού το έλλειμα είναι αυτό που κυρίως την καθορίζει. Κι εκεί ακριβώς, εστιάζεται το πραγματικό δράμα της Φρανς, όπως και της εποχής, που δεν μπορεί να βρει το φωνήεν που λείπει απ’ το χαμένο της ήθος κι επιμένει ν’ αναζητά ορθότητα, σ’ ένα λόγο-θέαμα, που αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του, όπως δεν τις αναλαμβάνει κι η γυναίκα του κακοποιού κι ας καταλαβαίνουμε όλοι μας πως ήξερε απ’ την αρχή που έχει μπλέξει. Μπροστά σ’ αυτή την πλήρη έλλειψη νοήματος, ο έρωτας, προτείνει στη Φρανς ως αντίδοτο τη δική του αλήθεια, δεν είναι, όμως, σίγουρο, κι ας δείχνει ειλικρινής, αν θα μπορέσει να τη βοηθήσει…
Το ίδιο δεν βοηθά κι ο Ντιμόν το θεατή, παρά του ζητά να δεχτεί την αίσθηση του μετέωρου και της έλλειψης χωρίς να τον διασφαλίζει σε τίποτα μέχρι το τέλος. Για όποιον/α, ωστόσο, αφεθεί στη σύμπλευση με το σκηνοθέτη, όπως απλόχερα έκανε στην ερμηνεία της κι η Λέα Σεϊντού, έξω απ’ το αναμενόμενο, η ταινία σίγουρα θα τον ανταμείψει.