(Μέρες ξηρασίας)
του Emin Alper
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Ένα τοπίο που θυμίζει έρημο με μια τεράστια καταβόθρα στη μέση, είναι το πρώτο πράγμα που βλέπει ο νεαρός Εμρέ απ’ το Γιανικλάρ όπου μόλις διορίστηκε εισαγγελέας. Το τουρκικό αυτό χωριό, δεν πάσχει μόνο από διάβρωση εδάφους λόγω λειψυδρίας αλλά κι από ηθική διάβρωση όπως θα διαπιστώσει ο Εμρέ μόλις εναντιωθεί στο σύστημα ατιμωρισίας και ανομίας των τοπικών αρχόντων. Χωρίς να μεταβάλλει την αδέκαστη στάση του, δέχεται να πάει στο σπίτι του δημάρχου για φαγητό. Την επόμενη, όμως, μέρα ένα κορίτσι Ρομά καταγγέλλει πως ο γιός του δημάρχου, Σαχίν, κι ένας φίλος του την βίασαν εκείνο το βράδυ. Ο Εμρέ που είχε λιποθυμήσει απ’ το ποτό δεν θυμάται τι έχει συμβεί και βασανίζεται από τις αμφιβολίες. Τα όσα του λέει ο Μουράτ, πρόσφατη γνωριμία του, δημοσιογράφος της αντιπολίτευσης και άτομο αμφίβολης όπως του λένε σεξουαλικότητας δεν είναι σίγουρος πως αληθεύουν. Πώς άλλωστε να καταλάβει από ποιον κινδυνεύει ο Εμρέ, όταν η ίδια του η μνήμη τον προδίδει;
Ατμοσφαιρικές, υποβλητικές και γεμάτη σκιές, με θριλερική αγωνία και αποχρώσεις νουάρ στο στιλιζάρισμα των εικόνων (εξαιρετική η γήινη κι ανά στιγμές αλαφροΐσκιωτη φωτογραφία του δικού μας Χρήστου Καραμάνη), αλλά και στο διφορούμενο της πλοκής και των χαρακτήρων, οι Μέρες ξηρασίας / Burning Days του Εμίν Αλπέρ, κρατούν σε εγρήγορση το θεατή ως ένα πρωτότυπο και στιβαρό μεταμοντέρνο γουέστερν, ενώ την ίδια στιγμή, εντελώς υπαινικτικά -και μ’ εξαιρετική λεπτότητα- τον κερδίζουν εισάγοντάς τον υπόγεια στην περιπλάνηση του Εμρέ στο δικό του σύμπαν εσωτερικευμένης ομοφοβίας. Σ’ αυτό δηλαδή που κάνει την ταινία να μην είναι ιστορία αγάπης, αλλά φόβου.
Πράγματι, σ’ ένα πρώτο επίπεδο ο Εμρέ, ως εκπρόσωπος του πολιτισμού και του Νόμου, αντιμάχεται τη βαρβαρότητα ενός χωριού που μοιάζει με ανεξέλεγκτη Άγρια Δύση, με το δήμαρχο και το γιό του να εκπροσωπούν την ανομία και το Κακό εν είδει κακού σερίφη και τους πολίτες να έχουν αποδεχτεί την τύχη τους αν είναι πιο αδύναμοι όπως η οικογένεια της κοπέλας ή να τους ενδιαφέρει μόνο αυτό που τους λείπει δηλ. το νερό και εξαιτίας του να είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν -ακόμα και κατά κυριολεξία- ότι ενοχλεί τη βολή τους ή τους δυσαρεστεί και θεωρούν πως μπορούν να το υποτάξουν ή να το καταστρέψουν. Η σκηνή με τα σκοτωμένα θηράματα που οι κυνηγοί περιφέρουν στους δρόμους της πόλης ρίχνοντας ντουφεκιές, αλλά και το αίμα που έχει βάψει την καταβόθρα, δεικνύουν την επικινδυνότητα της κοινωνικής ομοφοβίας και του μίσους προς κάθε τι το διαφορετικό που στα χέρια τέτοιων κοινωνιών κινδυνεύει να μετατραπεί σ’ Αμνό του Θεού.
Απέναντι σ’ αυτό το σύστημα διαφθοράς και ηθικής σήψης (η πολιτική και κοινωνική κριτική γίνεται σε διάφορα επίπεδα στην ταινία), ο Εμρέ αντιτάσσει το Νόμο δηλαδή το κοινά αποδεκτό, μια και δεν μπορεί να πάρει προσωπικά θέση -η αμνησία του συμβολίζει πολύ παραστατικά την στάση του αυτή-- μόνο που η εφαρμογή του Νόμου που θα τον έσωζε απ’ το δίλημμα προϋποθέτει πολιτισμό κι εδώ η συνθήκη αυτή απλά δεν υπάρχει.
Έτσι αν ο Εμρέ θέλει την οποιαδήποτε νίκη θα πρέπει να αποφασίσει να συγκρουστεί προσωπικά, με βάση τι πρεσβεύει ο ίδιος κι αυτό δεν του είναι εύκολο μια και το να θυμηθεί τι είδε, σημαίνει να θυμηθεί και τι έκανε και με ποιον – να παραδεχτεί δηλαδή τι είναι. Όσο δεν μπορεί, η θάλασσα των επιθυμιών του, μοιάζει γλιστερή εξωτερικά, αφού είναι απαγορευμένη μέσα του και φοβάται πως κάθε βήμα του μπορεί να τον θάψει κάτω απ’ την άμμο. Κατά τον ίδιο τρόπο του φαίνονται αμφιλεγόμενες οι προθέσεις του Μουράτ, αφού το επικίνδυνο εδώ είναι η παραδοχή του ίδιου του, του πόθου. Ο εξαιρετικός ως σύλληψη ρόλος του Μουράτ (τον οποίο παίζει με φοβερό μέτρο και άλλη τόση γοητεία ο Εκίν Κος) προσομοιάζει όλες τις συμβάσεις της μοιραίας γυναίκας του φιλμ νουάρ κι είναι από τις λίγες φορές που βλέπουμε στο σινεμά μια τόσο πετυχημένη αντιστροφή ως προς το φύλο.
Κι εκεί που ο Εμρέ φαίνεται πως πραγματικά έχει χαθεί κι ο εχθρός απειλεί να καταπιεί την ύπαρξή του, όπως η καταβόθρα το χωριό, αποφασίζει χωρίς καν να το καταλάβει, αλλά μαζί με τον Μουράτ, αυτό το παράτολμο άλμα που θα τον φέρει τελικά απ’ την άλλη πλευρά - εκεί δηλαδή όπου πραγματικά ανήκει. Κι αυτό μας λέει ο Αλπέρ είναι και η μόνη περίπτωση κάτι ν’ αλλάξει.
Όλα αυτά, τα διόλου εύκολο να ειπωθούν ο Αλπέρ τα πραγματεύεται με την εικόνα, δίχως να τα λέει κι αυτό δεν αυξάνει μόνο τη δύναμη της ταινίας και την ένταση, αλλά την κάνει και πιο εσωτερική, δίνοντάς της ακόμα μεγαλύτερη κινηματογραφική αξία.
(η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Καννών 2022)