του Roman Liubyi
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
Στις 17 Ιουλίου 2014 επιβατικό αεροσκάφος των Μαλαισιανών Αερογραμμών (Malaysia Airlines) που πραγματοποιούσε την πτήση MΗ17 από το Άμστερνταμ προς την Κουάλα Λουμπούρ συνετρίβη πάνω από την ανατολική Ουκρανία. Κανείς από τους 298 επιβαίνοντες δεν επέζησε. Ο κόσμος παγώνει, ενώ βαθύ σκοτάδι τυλίγει το παρασκήνιο της πτώσης. Ήταν στρατιωτική επιχείρηση και τίνος; Εκείνη τη χρονική περίοδο οι υποστηριζόμενοι από τη Ρωσία αυτονομιστές πολεμούσαν εναντίον των ουκρανικών δυνάμεων για τον έλεγχο της ανατολικής επαρχίας του Ντονμπάς. Μετά από οχτώ χρόνια ερευνών τα πορίσματα των εισαγγελέων της διεθνούς επιτροπής της Χάγης είναι πλέον σαφή: το αεροσκάφος καταρρίφθηκε από ρωσικό πύραυλο του συστήματος BUK. Κι ενώ τα ευρήματα μιλούν από μόνα τους, το Κρεμλίνο αρνείται κατηγορηματικά μέχρι σήμερα οποιαδήποτε εμπλοκή.
Σε έναν κόσμο όπου η βία μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό της μόνο με ψέματα και τα ψέματα συντηρούνται μόνο με τη βία, σύμφωνα με τη ρήση του Σοβιετικού συγγραφέα και αντιφρονούντα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν που διαβάζεται από τον Ολλανδό εισαγγελέα κατά την έναρξη της δίκης (ερήμην των κατηγορουμένων), τα θραύσματα ενός ρωσικού πυραύλου BUK, οι «σιδερένιες πεταλούδες» άφησαν το αποτύπωμά τους –και μια αδιάψευστη μαρτυρία- στο σκάφος και στο σώμα των 298 επιβατών από διαφορετικές ηπείρους, που επέβαιναν στο μοιραίο μπόινγκ.
Χρησιμοποιώντας ποικίλα αφηγηματικά μέσα, από ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, ηχητικές υποκλοπές και βίντεο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μέχρι χορευτικές performance και animation, ο Roman Liubyi (της ουκρανικής κινηματογραφικής κολεκτίβας Babylon ΄13) συνθέτει ένα ευρηματικό κολάζ, ένα υβριδικό ντοκιμαντέρ για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου, οιωνό της γενικευμένης ρωσικής εισβολής που ακολούθησε το 2022. Ακολουθώντας μία ροή που φαντάζει αυτοσχεδιαστική αλλά είναι αυστηρά σκηνοθετημένη , η ταινία, που παρεμβάλλει συχνά ασπρόμαυρα ποιητικά πλάνα, εναλλάσσει γεγονότα και μαρτυρίες-ντοκουμέντα με θεατρικές και χορευτικές αναπαραστάσεις, επιχειρώντας να φωτίσει τόσο τις στρατηγικές και τους μηχανισμούς παραπληροφόρησης ενός υβριδικού πολέμου όσο και τις τραγικές παράπλευρες απώλειες του. Κινούμενη υφολογικά μεταξύ αποκαλυπτικού και σουρεαλιστικού, υπογραμμίζει τη φαιδρότητα και το παράλογο της χειραγώγησης της ιστορίας.
Η ταινία θέτει παράλληλα και μια σειρά από ερωτήματα, όπως αυτό του Ολλανδού Ρόμπι για το πώς είναι δυνατόν η πατρίδα του να συνεχίζει να αγοράζει αέριο από μια χώρα που θεωρείται υπεύθυνη για τη μεγαλύτερη επίθεση σε Ολλανδούς αμάχους από τον β παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο πλάι στο θυμό ή την ειρωνεία που διατρέχουν την ταινία, το Iron Butterflies διαπνέεται κυρίως από ένα πνεύμα καλλιτεχνικής νηφαλιότητας. Ο Liubyi μετουσιώνει την ανθρώπινη τραγωδία σε αισθητική εμπειρία, ίσως γιατί μόνο η τέχνη μας επιτρέπει τελικά να επεξεργαστούμε τη σκληρή πραγματικότητα και να διαχειριστούμε το συλλογικό τραύμα.