του Jan Baumgartner
(κριτική του Δημήτρη Μπάμπα)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_the-dna-of-dignity.jpg

Όψεις μιας λαϊκής πολυκατοικίας. Η ραγισμένη φωνή μιας γυναίκας που εξομολογείται ότι επιτέλους βρέθηκαν τα υπολείμματα του εξαφανισμένου γιου της. Μπλε και άσπρες σακούλες με τα “ευρήματα” από  τις ανασκαφές σε μαζικούς τάφους. Βοσνία. Σήμερα.
Έχοντας στο κέντρο μια από τις ανοικτές πληγές  του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία -τους ανώνυμους νεκρούς των μαζικών τάφων-, ο Ελβετός σκηνοθέτης εστιάζει, με κάποια απόσταση και χωρίς να εκμαιεύει τη συγκίνηση, στα πρόσωπα του δράματος: τους εργαζόμενους στα κέντρα ταυτοποίησης, όσους ανακαλύπτουν  τα μακάβρια “ίχνη” του όχι και τόσο μακρινού  παρελθόντος -τα οστά- και τέλος όσους έμειναν πίσω να πενθούν και να περιμένουν μάταια, τους συγγενείς. Ένας κτηνοτρόφος που περιφέρεται στο δάσος ανακαλύπτοντας διάσπαρτα οστά, οι ιατροδικαστές που ανασυνθέτουν το σκελετό ενός εξαφανισμένου, και τέλος μια ηθοποιός που υποδύεται τη μάνα ενός εξαφανισμένου. Η επιγραφή στο τέλος του ντοκιμαντέρ μας αποκαλύπτει την εισδοχή αυτού του μυθοπλαστικού παράγοντα, αλλά και το λόγο για αυτή τη σκηνοθετική επιλογή: στο λόγο αυτή της ηθοποιού και στη λιτή υποκριτική της, συμπυκνώνεται ο λόγος και το αίσθημα των ανώνυμων μανάδων που περιμένουν μάταια.
Ένα έγκλημα διαρκές καταγράφει αυτό το ντοκιμαντέρ: αν οι δολοφονίες των αμάχων υπήρξαν εγκλήματα πολέμου που η πολιτισμένη ανθρωπότητα καταδίκασε, τα αταυτοποίητα “υπολείματα”  των μαζικών τάφων, τα σκορπισμένα στα δάση οστά είναι ένα διαρκές έγκλημα για την αξιοπρέπεια των νεκρών. Ο νεκρός δεν αναπαύεται στην τελευταία κατοικία του, οι συγγενείς του δεν έχουν ένα τόπο, δηλαδή ένα τάφο, να θρηνήσουν και να πενθήσουν.  Το άγος της απώλειας ήταν και είναι δυσβάστακτο...