(Το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου)
των Kristina Lindström & Kristian Petri
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Το 1971 ο Λουκίνο Βισκόντι έψαχνε σ’ όλη την Ευρώπη για να βρει τον έφηβο πρωταγωνιστή της επόμενης ταινίας του, Θάνατος στη Βενετία. Στη Στοκχόλμη άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο 15χρονος Μπγιορν Άντρεσεν –ένα αγόρι τόσο ωραίο που να θυμίζει το θάνατο, ικανό να κάψει στο πανί την καρδιά του Ντερκ Μπόγκαρντ χωρίς να παραπέμπει στο σεξ, αλλά στο πώς η ζωή μας αφήνει. Η ταινία έγινε ένα κινηματογραφικό αριστούργημα ισάξιο του βιβλίου του Τόμας Μαν, που εξύψωσε κι άλλο τον Βισκόντι στο κινηματογραφικό στερέωμα και χάρισε στο νεαρό Μπγιορν, ως Τάτζιο, τον τίτλο του «πιο όμορφου αγοριού στον κόσμο». Πώς όμως επέδρασε αυτό στο μέλλον του; Και τον βοήθησε άραγε όλη αυτή η ασύλληπτη ομορφιά του;
Αν το «δεν είναι αυτό που νομίζετε» είχε πρόσωπο ντοκιμαντέρ, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου των Κριστίνα Λίνστρομ και Κριστιάν Πέτρι, μια κι οι σκηνοθέτες ξεκινάνε αλλιώς, αλλά γρήγορα προσπερνάνε επιδέξια ό,τι λάμπει στην επιφάνεια, άρα και την ταινία του Βισκόντι -χωρίς, όμως και να υποτιμούν τη σημασία της-, και με υπαινικτικότητα, οικονομία, και μινιμαλισμό φιλοτεχνούν ένα ειλικρινές, συμπυκνωμένο πορτραίτο. Με σεβασμό σ’ αυτά που ο Μπγιορν θέλει να δείξει ή να παραλείψει, συνδυάζοντας αρχειακό υλικό, προσωπικές εξομολογήσεις, καθημερινές στιγμές μόνος ή με στενά του πρόσωπα, και με μεγαλύτερη δυνατότητα να δώσουν σ’ όλα αυτά περισσότερη συνοχή απ’ τον ίδιο, εξελίσσουν την αφήγηση σαν παζλ που θα δείξει άλλη εικόνα απ’ αυτή που φαινόταν αρχικά, φωτίζοντας τη διαχρονική σκοτεινιά του Μπγιορν, μέσα απ’ τη δύναμη μιας εγκατάλειψης και δύο τραγικών θανάτων.
Αφήνουν έτσι να διαφανεί, το πιο βαθύ νόημα της δυσαρέσκειας που νοιώθει ο Άντρεσεν για ένα ρόλο που ίσως να μην είχε διεκδικήσει ποτέ αν η γιαγιά του -μόνη προστάτιδά του μετά το θάνατο της μητέρας του- δεν τον ανάγκαζε να εκπληρώνει τα όνειρά της και τον άφηνε να γίνει απλά μουσικός. Εξίσου, και της δυσαρέσκειάς του απέναντι στον Βισκόντι, που τον προστάτεψε μεν στη διάρκεια των γυρισμάτων, βάζοντας μέχρι και ειδικό όρο στο συνεργείο του, αλλά μετά, σαν αδιάφορος πατέρας, απλά τον προσπέρασε– στάση που, αν κι αναμενόμενη από ένα σκηνοθέτη, συμπύκνωνε για το νεαρό παιδί την αδιαφορία που είχε εισπράξει μέχρι εκείνη τη στιγμή -και δυστυχώς θα συνέχιζε- απ’ τον κόσμο των ενηλίκων.
Ο Άντρεσεν, μουσικός πια με μια κόρη που την βλέπει μόνο όταν νοιώθει καλά, δυσκολεύεται ακόμα με τη ζωή και με τις σχέσεις του και καταφεύγει στο αλκοόλ σε μεγάλες περιόδους ζωής του. Επιμένει ακόμα πως εκείνος φταίει για το θάνατο του γιού του, τον οποίο αποδίδει σε «έλλειψη αγάπης», κι όχι σε αιφνίδιο βρεφικό θάνατο, όπως ήταν η πραγματικότητα, ξαναζώντας μάλλον ακόμα πιο βασανιστικά τις παιδικές του τύψεις επειδή δεν έσωσε απ’ τη δολοφονία της, τη μητέρα που τους είχε εγκαταλείψει. Η ανάγκη για το αδύνατο μοιάζει ακόμα να τον ταλαιπωρεί, σαν να μην θέλει ν’ απαρνηθεί εντελώς την παιδική παντοδυναμία της σκέψης.
Φυσικά, μαθαίνουμε πολλές πληροφορίες που συνδέουν την τότε ζωή του με την κουλτούρα της εποχής, το πώς έγινε διάσημη φιγούρα κόμικ στην Ιαπωνία, ή το πώς Γάλλοι ομοφυλόφιλοι του πλήρωναν κάποια στιγμή τα έξοδα απλά και μόνο για να τον βλέπουν, δεν θα μάθουμε όμως κάτι ιδιαίτερο για το Θάνατο στη Βενετία, που τελικά δεν τον καθόρισε τόσο όσο θέλει να πιστεύει ο ίδιος - τον βλέπουμε, όμως, κάθε τόσο ως Τάτζιο ή σ’ εκείνη την ηλικία. Κι είναι πραγματικά εντυπωσιακό, το πόσο αυτές οι εικόνες δεν φαίνονται να τον εκπροσωπούν, ενώ ο τρόπος που υπάρχει, κινείται και καπνίζει σήμερα, ένας εξηνταπεντάρης ξερακιανός, με μακριά, άσπρα μαλλιά, μας φανερώνει πολλά περισσότερα για εκείνο το παιδί για το οποίο τελικά δεν είχε καμία σημασία πόσο ήταν όμορφο, αλλά ότι χρειαζόταν, όπως και κάθε άλλο παιδί, απεγνωσμένα τους γονείς του. Χωρίς να το ξέρει ο Βισκόντι είχε διαλέξει σωστά – το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου ήταν ταυτόχρονα και το πιο θλιμμένο.