Δείγμα μιας κινηματογραφίας που στρέφει το βλέμμα της στους καταφρονεμένους της κοινωνίας, η ταινία της Ελίνα Ψύκου συνεχίζει την παράδοση του σύγχρονου ελληνικού σινεμά να εστιάζει στα πρόσωπα των μεταναστών και τη σχέση του με την ελληνική πραγματικότητα (Από την άκρη της πόλης, Στο σπίτι).
Ολυμπιακοί αγώνες του 2004. Οι στιγμές της ακμής και της κορύφωσης για την ελληνική κοινωνία, λίγο πριν την κατάρρευση και τη πτώχευση. Μια Ρωσίδα μετανάστρια στην Αθήνα. Παντρεμένη με ένα ηλικιωμένο Έλληνα ηθοποιό. παρουσιαστή παιδικών εκπομπών. Η άφιξη του γιου της από την Ρωσία αλλάζει το τοπίο. Ο μικρός εγκαθίσταται στο σπίτι του ζευγαριού. Ένα ψέμα, ή καλύτερα μια αλήθεια που δεν έχει λεχθεί, δυναμιτίζει τη σχέση γιου -μητέρας: ο μικρός δεν ξέρει ότι η μητέρα του έχει παντρευτεί τον ηλικιωμένο Έλληνα...
Η αφήγηση εστιάζει κυρίως στο πρόσωπο του νεαρού αγοριού -στο ρόλο ο Viktor Khomut- και την είσοδό του στην ελληνική πραγματικότητα και λιγότερο στη σχέση μητέρας -γιου. Ή μάλλον καλύτερα, εστιάζει στην είσοδο και τον εγκλεισμό του στο ελληνικό μεγαλοαστικό παλαιικό σπίτι και στις μυθολογίες του: οι εικόνες των βασιλιάδων, οι οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους, οι αποθήκες γεμάτες με τα αντικείμενα μιας άλλης περασμένης ζωής, και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του, ένα πρόσωπο που φέρει το ιδεολογικό και μυθολογικό με το παρελθόν του τόπου. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο η μητέρα (το ρόλο υποδύεται η Valery Tcheplanowa) είναι στην πραγματικότητα απούσα. Η αποξένωση, η αποπνικτική αίσθηση, η συναισθηματική μόνωση είναι ό,τι στιγματίζει τον μικρό ήρωα. Βουβός και σχεδόν ανέκφραστος αντικρίζει αυτή την πραγματικότητα, η οποία συνεχώς δικαιώνεται και δοξάζεται σ’ ό,τι υπάρχει εκτός κάδρου: δηλαδή στους Ολυμπιακούς. Ο κόσμος των νεαρών μεταναστών, ο κόσμος του δρόμου, στον οποίο βρίσκει περιστασιακά καταφύγιο δεν είναι παρά η άλλη, η σκοτεινή και σκληρή πραγματικότητα των μεταναστών: προεικονίζει ό,τι θα ακολουθήσει της ακμής, δηλαδή την ηθική κατάρρευση.
Ενθέτοντας στιγμές φαντασίας, ως ονειρικά ιντερμέτζο, στις στιγμές του εγκλεισμού, η σκηνοθέτις φωτίζει τις εσωτερικές όψεις του μικρού της ήρωα. Στο βλέμμα του ήρωα μοιάζει να ανακλάται η μελαγχολία της κατάρρευσης (της πρώην Σοβιετικής Ένωσης), μια νοσταλγία για την προ πολλού χαμένη αίγλη: είναι η κατάρρευση που έστειλε τη μητέρα του και τον ίδιο στον ξένο τόπο. Είναι, όμως κυρίως, η προ πολλού απολεσθείσα συναισθηματική σχέση με τη μητέρα που τον στιγματίζει και τον κάνει έρμαιο των μυθολογιών του νέου τόπου. Ό,τι έχει ανάγκη αυτός ο μικρός μετανάστης δεν είναι έναν οίκο για να ενσωματωθεί, αλλά μια μητέρα -όχι ένα θετό πατέρα. Αυτήν αναζητά μέσα στους διαδρόμους και τα μισοφωτισμένα αποπνικτικά δωμάτια του ελληνικού μεγαλοαστικού σπιτιού...
Δημήτρης Μπάμπας