Ένα πορτρέτο του δοκιμιογράφου Κωστή Παπαγιώργη, προσωπικού φίλου της σκηνοθέτιδας. Παλεύοντας με το δέος που νιώθει για τον συνδυασμό του τεράστιου πνεύματος, του οξύτατου μυαλού και της ψυχούλας του, η σκηνοθέτις έκανε μια σύνθεση, ένα παζλ, μια παρτιτούρα με τις «νότες» που έγραψε ο ίδιος με τη ζωή του. Μαρτυρίες εκείνων που τον γνώρισαν συμπληρώνουν την εικόνα του.
Η ταινία βραβεύτηκε στα πλάισια του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2018 από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, με το εξής σκεπτικό: «Πρόκειται για το μεγάλης κινηματογραφικής ακρίβειας πορτρέτο ενός μοναχικού ανθρώπου και σύγχρονου φιλοσόφου, το οποίο κινείται μακριά από την αγιογραφία. Το φιλμ πετυχαίνει μια εξαιρετική αντιστοίχιση του θέματος με το όλον του σινεμά, εισάγοντας ταυτόχρονα στιβαρούς μυθοπλαστικούς άξονες. Η σκηνοθετική αρτιότητα της Ελένης Αλεξανδράκη συνθέτει όλα τα παραπάνω σε μια ιδιαίτερα απολαυστική ταινία».
Οι δηλώσεις της σκηνοθέτιδος
Η αγάπη μου για τον Κωστή (που εν ζωή απέφευγε σαν τον διάβολο την όποια προβολή), μου δημιούργησε την ανάγκη να προσπαθήσω να βγάλω στο φως μια σφαιρική εικόνα της τόσο πολυσύνθετης προσωπικότητάς του, η οποία στην ουσία συμπεριλαμβάνει όλη την ελληνική πραγματικότητα, την ίδια την ελληνική ψυχή, σε συνδυασμό με μία εκλεπτυσμένη και εσωτερικευμένη σκέψη που οδηγεί στην αυτογνωσία. Ο Κωστής βλέπει βαθιά και καθαρά μέσα στην “Ανθρώπινη Συνθήκη”.
Εμείς, οι φίλοι και οι αναγνώστες του, συνδεόμαστε και “συμβιώνουμε” μαζί του στις εμπειρίες και τα βιώματά του, που μοιράζει γενναιόδωρα μέσα στα βιβλία του. Αναγνωρίζουμε σ’ αυτόν τον εαυτό μας, γιατί τα θέματα του, είτε σχετίζονται με την ακραία μέθη (που τον οδηγεί σ’ έναν πρώτο “θάνατο” και μια “αναγέννησή”), είτε σχετίζονται με τη ζήλια, τη μισανθρωπία, την αγάπη του για το λαϊκό τραγούδι, τα σκυλάδικα, το ποδόσφαιρο, τον Πλάτωνα, το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, την Ελληνική Επανάσταση, τον Χάιντεγκερ, τον Νίτσε, τον Φρόιντ, τον Ντεριντά, τον Μαλαρμέ, τον Παπαδιαμάντη, τον Βακαλόπουλο, κτλ., μιλούν για μας, για την καθημερινότητά μας, για τη σημερινή ζωή μας, για τον αιώνα μας.
Το πορτρέτο αυτό είναι μια περιήγηση στη ζωή του δοκιμιογράφου από την παιδική του ηλικία μέχρι τον θάνατό του μέσα από τα ίδια τα γραπτά του.
Τη φωνή του μεταφέρουν στην οθόνη ο Ακύλας Καραζήσης και ο Αργύρης Πανταζάρας. Η Μαρία Πανουργιά εικονογραφεί ένα-δύο αποσπάσματα του περιεχομένου των βιβλίων του. Άνθρωποι που τον γνώρισαν επιβεβαιώνουν, με τον τρόπο τους, την αλήθεια των κειμένων του.
Το ντοκιμαντέρ αυτό δουλεύτηκε σαν παρτιτούρα μιας μουσικής που δημιουργεί ο λόγος του Κωστή μαζί με τις συνειρμικές εικόνες που αυτός ο λόγος μου ενέπνευσε.
(...) Επειδή μου έλειπε πια η παρέα του είχα βουτηχτεί ξανά στην ανάγνωση των βιβλίων του και, χωρίς να το συνειδητοποιώ, είχα αρχίσει να φαντάζομαι μια ταινία. Το γεγονός ότι ο Παπαγιώργης απέφευγε τη δημοσιότητα ήταν μια πρόκληση, αφού δεν είχε μιλήσει ποτέ στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο, ως εκ τούτου δεν άφησε εικόνες του, όπου να παρουσιάζει ο ίδιος τον εαυτό του. Έπρεπε να ζωγραφίσω το πορτρέτο του από μνήμης χωρίς εκείνος να ποζάρει.
(...) Η φράση «ο πιο γλυκός μισάνθρωπος» προέρχεται από μία ιδιόχειρη αφιέρωση που είχε κάνει ο φίλος του Χρήστος Βακαλόπουλος. Ο Χρήστος του είχε γράψει στο εσώφυλλο του βιβλίου του “Δεύτερη προβολή”: “Στον πιο γλυκό μισάνθρωπο της Καλλιδρομίου”. Αυτή η φράση βρίσκω ότι εμπεριέχει την ίδια την αμφισημία του Κωστή και όλο το ανεξάντλητο χιούμορ που μοιραζόντουσαν οι δύο φίλοι. Η φράση συμπυκνώνει νομίζω τον χαρακτήρα του και την προσέγγισή του στα πράγματα.
(...) Έχοντας πάντως τώρα τελειώσει την ταινία, αισθάνομαι ότι ασυνείδητα η προεργασία της είχε ξεκινήσει όσο ζούσε εκείνος, μέσα στα είκοσι χρόνια της φιλίας μας και νομίζω ότι χωρίς αυτά τα είκοσι χρόνια η ταινία δεν θα μπορούσε να αποδώσει την εικόνα του τόσο πιστά.
Ήταν ένας άνθρωπος που χρειάστηκε να φτάσει στα άκρα, ένα βήμα πριν από τον θάνατο για να δοκιμάσει τον εαυτό του. Ο ποιητής Νίκος Παναγιωτοπούλος λέει σε μια στιγμή στο ντοκιμαντερ ότι ο Κωστής ήταν γενναίος και εννοεί ότι ήταν γενναίος και όταν έφτανε στα άκρα, όπως έγινε στην περίοδο της μέθης, αλλά και αργότερα όταν αυτός ο γεννημένος εργένης πέρασε με τη Ράνια σε μια αληθινή οικογενειακή ζωή. Μπήκε γενναία και με απόλυτο τρόπο στη θαλπωρή, χωρίς ποτέ να χάσει την οξυδέρκεια, τη διορατικότητα και την ανατρεπτική του διάθεση.
(...) Ο Κωστής είναι τόσο ζωντανός και τόσο συναρπαστικός ώστε, παρ’ όλη την απουσία του, δεν μου επέτρεψε ποτέ να νιώσω θλίψη σκιαγραφώντας τον. Για μένα όλη η διαδικασία της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ ήταν χαρά, απόλαυση, ανάταση. Ο Κωστής ζει. Και έζησε κοντά σε όλους μας, που συνεργαστήκαμε γι’ αυτή την ταινία.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)