της Εύας Στεφανή
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Η Δήμητρα αγαπάει τα ζώα, τα παλιά πράγματα και τα σπίτια μ’ αυλές. Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στη μητέρα της και όταν την παίρνουν τηλέφωνο οι φίλοι της ρωτάει πάντα «τι καλό θα φάτε;» Μαλώνει τον βοηθό της που αμελεί την υγεία του και εξηγεί στην Εύα Σ. δύο-τρία πράγματα που θα ήταν χρήσιμο να ξέρει. Επίσης, σε πείσμα όσων επιμένουν να θεωρούν την αλήθεια μονοδιάστατη η Δήμητρα, αγαπάει τη δουλειά της. Καθαρίζει ανελλιπώς το χώρο της και βάζει τα προφυλακτικά σε φοντανιέρα για να τρατάρονται οι πελάτες. Συχνά-πυκνά λιβανίζει για να φύγει το κακό μάτι. Η Δήμητρα είναι εργάτρια του σεξ. Ή ιερόδουλος όπως προτιμά να αποκαλείται. Υπήρξε ιδιοκτήτρια του πιο παλιού πορνείου της Αθήνας. Το 2014 το έκλεισε. Τώρα δουλεύει με παλιούς πελάτες και εδώ και χρόνια είναι πρόεδρος του Σωματείου Εκδιδομένων Προσώπων Ελλάδος. Δεν φοβάται να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της ή να τσακωθεί. Είναι λίγο φιλόσοφος και κάπως τσαμπουκαλού. Επίσης έχει χιούμορ και διαύγεια. Ίσως γι αυτό κι η Εύα Σ. δυσκολεύεται να την αφήσει.
Η Εύα Στεφανή ακολουθεί με την κάμερά της την πορεία της Δήμητρας τα τελευταία 12 χρόνια σε ένα ντοκιμαντέρ που παρουσιάζεται ως work in progress μια και του λείπει η τελική πινελιά, παρακολουθείται όμως ως ολοκληρωμένο έργο με αρχή, μέση και τέλος που δείχνει πως η ζωή συνεχίζεται και καινούργια προβλήματα αντικαθιστούν τα παλιά, αφού η πολιτική ορθότητα θέλει τους εργαζόμενους στο σεξ κατ’ ανάγκη θύματα και ο νέος νόμος βάζει ανορθολογικούς περιορισμούς στις δραστηριότητές τους.
Ο κινηματογράφος της παρατήρησης στον οποίο η Στεφανή διαπρέπει τις τελευταίες δεκαετίες, έχει ως κανόνα την μη παρέμβαση, όμως, εδώ, η σκηνοθέτης κάνει συνειδητά μια οριοθετημένη εξαίρεση– ακούμε τη φωνή της και νιώθουμε την παρουσία της δεν την βλέπουμε όμως ποτέ μας. Η απόφαση αυτή χαρίζει στο αποτέλεσμα μια φρέσκια κι αναπάντεχη διάσταση έτσι όπως ο φακός αποκτά περισσότερες ποιότητες και γίνεται ακόμα πιο άμεσος αποτυπώνοντας τρυφερά ένα πορτρέτο, μια σχέση και το χρόνο. Τα πλάνα των χώρων μιλάνε για τη ζωή της Δήμητρας με την ίδια ευκρίνεια που το κάνει κι η αφήγησή της. Μερικές λήψεις είναι πάρα πολύ κοντινές, άλλες οπισθοχωρούν λίγο, ο φακός, όμως, δεν απομακρύνεται ποτέ πολύ κι όμοια με τη σκηνοθέτρια παραμένει συνομιλητής των όσων συμβαίνουν. Το μοντάζ κρατάει την καθαρότητα της αφηγηματικής γραμμής, αναδεικνύει τη διάθεση για ειλικρίνεια και την παιχνιδιάρικη διάθεση της Δήμητρας και χρησιμοποιεί τα κοψίματά του, όχι για να κρύψει, αλλά για να βοηθήσει το θεατή να μην βγάλει εύκολα συμπεράσματα και να προσλάβει τη Δήμητρα ως πρόσωπο κι όχι μόνο μέσα απ’ τη δουλειά της.
Με το πέρασμα του χρόνου τα πράγματα αλλάζουνε: το μπορντέλο δεν ξανανοίγει, η μητέρα πεθαίνει, η αυλή γίνεται μπαλκόνι, τα σκυλιά λιγοστεύουνε, οι υποσχέσεις των πολιτικών αποδεικνύονται ψέμα. Η ζωή όμως συνεχίζει να φέρνει καινούργιες χαρές κι η Δήμητρα δεν σταματάει ν’ αγωνίζεται και να λειτουργεί προστατευτικά μ’ όσους έχει κοντά της. Κι αν προειδοποιεί κι εμάς για κάτι, αυτό δεν είναι οι κίνδυνοι του επαγγέλματος ή οι δυσκολίες της ζωής, αλλά μάλλον ο έρωτας, αφού όπως έχει δει απ’ την πείρα της όσες ερωτεύτηκαν τρελαθήκαν.
(Η ταινία παρουσιάστηκε πρώτη φορά στα Docs in Progress της Αγοράς του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2017))