(Moon, 66 Questions)
της Ζακλίν Λέντζου
Το Moon, 66 Questions ανοίγει με μια offscreen αναφορά στην αγάπη και κλείνει με την εμφανή αλλά σιωπηλή απεικόνισή της. Στο ενδιάμεσο εξελίσσεται μέσα από αφηγηματικά θραύσματα η ιστορία της βεβιασμένης επιστροφής μιας νεαρής γυναίκας στην Αθήνα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επιδείνωση υγείας του πατέρα της. Ενός πατέρα χρόνια απόντος από τη ζωή της. Η Άρτεμις, η νεαρή ηρωίδα που καλείται να φροντίσει μόνη της σωματικά και ψυχολογικά έναν πατέρα που την έχει απογοητεύσει, ξεκινάει τώρα ένα δύσκολο ταξίδι ενηλικίωσης, έχοντας να διασχίσει με βαριά καρδιά ένα τοπίο μπλοκαρισμένο από συσσωρευμένα προβλήματα επικοινωνίας, φόβους και αναστολές, ένα τοπίο που επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο από μυστικά και απωθημένα χρόνων. Απέναντί της ο πατέρας- Πάρης, διαγνωσμένος με σκλήρυνση κατά πλάκας, αδυνατεί να υπηρετήσει οποιοδήποτε ρόλο. Μέσα στο αλλοτριωμένο περιβάλλον ενός άνετου αστικού σπιτιού, με έντονα τα σημάδια της ηθικής παθογένειας στις οικογενειακές μαζώξεις, οι σπασμωδικές προσπάθειες της Άρτεμης να διαχειριστεί το ρόλο της σε αυτό το αντεστραμμένο δίδυμο πέφτουν πάνω σε τοίχο. Μετακινούμενη διαρκώς από την προσέγγιση στην απομάκρυνση και με συναισθήματα ανάμικτα, από την πλήξη στην ανησυχία και από εκεί στη συντριβή αλλά και την ελπίδα, η αποκάλυψη μιας αλήθειας θα επισπεύσει εντέλει την επανεύρεση με τον πατέρα και την αποκατάσταση της αγάπης.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ζακλίν Λέντζου δεν είναι απλά το ψυχαναλυτικό πορτρέτο μιας κόρης, ούτε μια κοινή ιστορία ενηλικίωσης και δυσλειτουργικών οικογενειακών σχέσεων. Ταινία «για την αγάπη, την κίνηση, τη ροή (και την έλλειψη αυτών)», όπως αυτοαποκαλείται, έρχεται στην ουσία να συμπληρώσει με έναν παιγνιώδη αλλά τεχνικά άρτιο δομικά τρόπο, μια σειρά μικρού μήκους ταινιών της σκηνοθέτριας, με αποκορύφωμα το «Τέλος του πόνου», ο απόηχος του οποίου υπάρχει μάλιστα στην ταινία. Κι εδώ εντοπίζει κανείς γνώριμα στοιχεία της κινηματογραφίας της, τόσο στην αφήγηση όσο και στη φόρμα. Τις διαδρομές εξωτερικής και εσωτερικής κυρίως περιπλάνησης, τις εναλλαγές της ψυχικής διάθεσης, τη φευγαλέα ονειροπόληση αλλά και το όνειρο ως αφήγημα, το αυτοσαρκαστικό και το ευάλωτο των χαρακτήρων της, κάτω από την επιφανειακή τους ψυχρότητα. Κι από την άλλη τα έντονα κοντινά πλάνα, την ασάφεια και θολότητα των εικόνων, την προσωρινή αμφισημία τους, την αδιάκοπη ροή τους.
Ωστόσο μέσα από μια ελλειπτική αφήγηση αυτό που κυρίως επιχειρείται εδώ δεν είναι η εναλλαγή ονειρικού-ρεαλιστικού, όσο η παρεμβολή στον κύριο κορμό της αφήγησης παλιών φθαρμένων πλάνων από οικογενειακά home video και η πρόταξη αστρολογικών συμβόλων ως τίτλων κεφαλαίων, που αντανακλούν διαφορετικές φάσεις της σελήνης αλλά και της ψυχολογίας της ηρωίδας. Υφαίνεται έτσι σταδιακά κάτι σαν προσωπικό ημερολόγιο αλλά και ένας ιδιότυπος διάλογος πατέρα-κόρης, ή μάλλον μια απόπειρα αποκρυπτογράφησης του παρελθόντος, που βρίσκει τη λύση της μόνο στο τέλος. Ο οργανικός τρόπος με τον οποίο το υλικό αυτό συνυφαίνεται με τις παιδιάστικες συμπεριφορές, την ωριμότητα, τους μοναχικούς μονολόγους και τις απότομες εκρήξεις της ηρωίδας αποτελεί τον κύριο μοχλό αναδιάρθρωσης της σχέσης της με τον πατέρα. Το κρυμμένο μυστικό που θα έρθει στην επιφάνεια στο τρίτο μέρος της ταινίας δε θα είναι απλά παρά ο καταλύτης για την επανεκκίνηση αυτής της σχέσης. Με άλλες βάσεις αυτή τη φορά.
Με μια ταινία που διατρέχεται από έντονη σωματικότητα- εξαιρετικές οι ερμηνείες τόσο της Κόκκαλη όσο και του Γεωργακόπουλου- αλλά και από διαρκή ρευστότητα, η Ζακλίν Λέντζου οικοδομεί με εφηβικό πάθος ένα κινηματογραφικό σύμπαν που αλλάζει αισθητικά και χρωματικά, πειραματίζεται, διαστρεβλώνει την εικόνα, σπάει σε κομμάτια και επανασυνδέεται, έχοντας σταθερά στο επίκεντρό του την κεντρική ηρωίδα. Με οδηγούς την Άγνοια, τη Δύναμη, τον Γαλαξία και τον Μάγο η επιστροφή της Άρτεμης θα την οδηγήσει τελικά από την εσωστρέφεια στο φως. Στο φως της αγάπης για το οποίο άκουγε δύσπιστα στην αρχή της ταινίας.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου