της Γιάννας Αμερικάνου
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Λίγο πριν τα 17 ο Δημήτρης έχει κιόλας δρομολογήσει τη ζωή του. Εξαιρετικός ως μηχανικός στο συνεργείο που μαθητεύει και αγαπητός στον ξενώνα εφήβων της Κύπρου που μένει, δεν αμελεί ούτε τη διασκέδαση και τις πλάκες με τους κολλητούς του. Ο ιδιοκτήτης του συνεργείου κι η γυναίκα του, τον προσκαλούν συνέχεια να μένει σπίτι τους κι ο φίλος και συγκάτοικός του στον ξενώνα, Νίκος, δηλώνει πως τον θεωρεί αδελφό του. Όμως τον Δημήτρη τον τρώει ο καημός του πατέρα του που είναι χρόνια στη φυλακή και δεν του επιτρέπει να τον βλέπει. Τώρα ο πατέρας αποφυλακίζεται κι ο Δημήτρης ενθουσιασμένος φεύγει απ’ τον ξενώνα για να μείνει μαζί του. Είναι άραγε ο παραβατικός αυτός άνδρας, ο «μπαρμπέρης» όπως τον έλεγαν στη φυλακή ικανός να νοιαστεί στ’ αλήθεια για το γιό του; Και τι ακόμα θα χρειαστεί ν’ αφήσει ο Δημήτρης πίσω του για να ταιριάξουν οι δύο τους;
Νατουραλιστική κινηματογράφηση, με ντοκιμαντερίστικη οπτική στο μεγαλύτερο μέρος της, πολύ καλές ερμηνείες, ιδιαίτερα του γιού Δημήτρη Κίτσου, φυσικοί διάλογοι, γρήγοροι ρυθμοί, σκηνές δρόμου, αμεσότητα κι ένα πολύ πιο ανοιχτό και νεανικό πρώτο μέρος που δεν περιορίζεται απ’ το συμπέρασμα στο οποίο το .dog της Γιάννας Αμερικάνου θέλει εσκεμμένα να φτάσει. «Τα αδέλφια δεν συνδέονται πάντα με αίμα» και «ένα σπίτι είναι τελικά μια θέση στην καρδιά» γράφει η σύνοψη της εταιρείας παραγωγής κι αυτό είναι πράγματι το σκεπτικό που καθορίζει όλη την εξέλιξη της ιστορίας. Υπηρετώντας με συνέπεια τη λογική του «συγγενής δεν σημαίνει κι οικογένεια» η κινηματογράφηση κατορθώνει μέσα από όλο και πιο δηλωτικά επεισόδια αυξανόμενης έντασης και σημασίας να αναδείξει στο θεατή την αδυναμία του Δημήτρη να αντιληφθεί (αλλά και να αποδεχτεί) τι είναι ο πατέρας του και τους κινδύνους που μια τέτοια στάση εμπεριέχει. Με τον τρόπο αυτό, η αφήγηση χάνει όμως και την ευκαιρία να παρουσιάσει λίγο πιο πολυδιάστατα τη σχέση πατέρα-γιου, έτσι όπως αρνείται στον ρόλο του πατέρα ακόμα και μια μόνο παραπάνω απόχρωση από το να βλέπει το γιό του ως χρηστικό αντικείμενο που απλά θα του εξυπηρετεί τις ανάγκες.
Το μονοδιάστατο της οπτικής δεν στερεί, ωστόσο, αληθοφάνεια απ’ την ιστορία, αφού η ανάγκη του ανήκειν σε μια οικογένεια είναι συχνά στη ρίζα πολλών δραμάτων. Και μπορεί στη ζωή μια τέτοια ιστορία να μην είχε εύκολα καλή κατάληξη, ευτυχώς όμως στο σινεμά, ο σκηνοθέτης, μπορεί ν’ ανατρέψει ακόμα και τη νομοτέλεια, κι έτσι η Αμερικάνου, μ’ απρόσμενο και κάπως απότομο τρόπο, φέρνει ξανά την ιστορία εκεί που θα έπρεπε να είχε μείνει απ’ την αρχή – χαρούμενες κι ανέμελες στιγμές ανάμεσα σε δύο εξ αγάπης αδέλφια.
.dog (Γιάννα Αμερικάνου, 2021, 97’, Κύπρος, Ελλάδα)