του Μανώλη Μαυρή
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
Ένα αργό travelling σε τροπικό δάσος και το εφιαλτικό σφυροκόπημα μιας αιωρούμενης απειλής. Η κάμερα πλησιάζει αργά τον κορμό ενός ψηλού δέντρου. Το ίδιο δέντρο θα κάνει λίγο αργότερα την εμφάνισή του στα όνειρα της νεαρής ηρωίδας. Η Φανή, που εργάζεται ως νοσηλεύτρια σε μεγάλο αστικό νοσοκομείο και ζει μια άχαρη, μοναχική ζωή, τηρώντας τα πρωτόκολλα στο χώρο εργασίας αλλά κρατώντας συναισθηματική απόσταση από οποιουδήποτε είδους επαφή, βυθίζεται κάθε βράδυ στον ίδιο εφιάλτη που γίνεται ολοένα και πιο τρομακτικός. Έναν εφιάλτη που αφήνει σταδιακά εμφανή σημάδια στο σώμα της και την ωθεί σε μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση.
Κινούμενo ανεπαίσθητα μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου, μιας «κλινικής» πραγματικότητας και ενός αλλόκοτου ονείρου, το 40λεπτο Midnight Skin του Μανώλη Μαυρή είναι το χρονικό μιας επώδυνης αναγέννησης. Μιας λυτρωτικής μετάβασης από τον εγκλεισμό και την αποξένωση στην απελευθέρωση και την αυτογνωσία. Μέσα κυρίως από το ήρεμο αλλά και ανήσυχο βλέμμα της ηρωίδας (εξαιρετική η ερμηνεία της Ρομάννα Λόμπατς) και μιας ατμόσφαιρας που αγγίζει το υπερφυσικό και ένα στοιχείο τρόμου που εισάγεται σταδιακά και κλιμακώνεται (σημαντική η συμβολή της μουσικής της Carla Pallone), η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που "εγκαταλείπει" σταδιακά την ανθρώπινη φύση της και αποδέχεται μία "νέα μορφή ύπαρξης". Η Φανή, που περνά απαρατήρητη στο χώρο εργασίας και έχει συνηθίσει την προσωπική της μοναξιά, αναγκάζεται να βγει στον έξω κόσμο, όχι μόνο εξαιτίας της υπνοφοβίας της αλλά κυρίως γιατί το φαντασιακό έχει ήδη εισβάλει στο πραγματικό και το σώμα της έχει αρχίσει να αντιδρά ανάλογα.
Ο Μανώλης Μαυρής με το Midnight Skin , σταθερός στα κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα που τον απασχολούν, εγκαταλείπει την έντονα στυλιζαρισμένη φόρμα του αλληγορικού «Brutalia, Εργάσιμες Μέρες» (2021) για να προχωρήσει σε μια πιο προσωπική και ώριμη δημιουργία, αποτυπώνοντας με τεχνικά άρτιο τρόπο τα ρευστά όρια φανταστικού- ρεαλιστικού.
Ο σκηνοθέτης αναφέρει σχετικά με την ταινία: «Η ταινία έχει πολλά δίπολα. Για μένα από τα σημαντικά είναι η μοναξιά απέναντι στο υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Μετά όμως έχει το ανθρώπινο σώμα και τις λειτουργίες του, σε αντίστιξη με τον κορμό ενός δέντρου, το ανθρώπινο δέρμα με τον φλοιό, το εσωτερικό του σώματος με μια κουφάλα, το θρόισμα των φύλλων που εισάγεται πολύ νωρίς στην ταινία, στρατηγικά, για να προετοιμάσει το επόμενο βήμα. Θεωρώ ότι είναι η πιο προσωπική ταινία που έχω κάνει, σ’ αυτήν αναφέρομαι σε πολλά πράγματα που με προβληματίζουν. Σίγουρα το κομμάτι της μοναξιάς που θεωρώ ότι το φέρω κι εγώ ως άνθρωπος και συνεχώς προσπαθώ να καταλάβω, σε σχέση με τον περίγυρο, πού είμαι, γιατί είμαι και τα συναφή. Αλλά μετά έχει το κομμάτι του τρόμου, που μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα, το κομμάτι του εγκλεισμού, μια και το νοσοκομείο καταλήγει να είναι ένα καφκικό κτίριο απ’ το οποίο η Φανή δεν μπορεί να βγει. Κι έχει να κάνει πολύ με την παιδική μου ηλικία. Η ιδέα ξεκινάει από έναν εφιάλτη της μητέρας μου, όπου μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα. Αυτή η φράση έγραψε μέσα μου και το τρομερό είναι τελικά ότι οι ταινίες οι οποίες καταλήγουν να γίνονται είναι εκείνες που δεν μπορείς να ξεχάσεις, αυτές που επανέρχονται συνέχεια. Τις προσπερνάς μόνο αφού τις κάνεις.»