της Μαρίας Γαβαλά
Στο αρχικό πλάνο της ταινίας του Κιαροστάμι «Πού είναι το σπίτι του φίλου μου;» (1987)–μιας ταινίας κτισμένης επίμονα πάνω σε εμπειρίες, τόσο του ίδιου του σκηνοθέτη, όσο και δικών του ανθρώπων, πάνω σε ιστορίες που άκουσε ή έζησε μέσα στο περιβάλλον του –, το κάδρο «γεμίζει» με την κλειστή πόρτα μιας σχολικής αίθουσας, την οποία ταράσσει η ζωηρή και άναρχη – με την έννοια της αταξίας – συναυλία των παιδικών φωνών. Τούτο το βουητό θα διακοπεί απότομα και ακαριαία με τον ερχομό του δάσκαλου, ο οποίος μοιάζει περισσότερο με Κύριο (αφέντη) που εμπνέει παγωμάρα και φόβο στους μαθητές του. Εκείνο που τον ενδιαφέρει, κυρίως, είναι η ησυχία και η πειθαρχία μέσα στην τάξη. Αυτό θέλει να διδάξει στα παιδιά: πώς να είναι υπάκουοι και πειθαρχημένοι μικροί στρατιώτες. Η μαθητική υποχρέωση, έτσι όπως την απαιτεί εκείνος και όπως αναγκάζονται να ανταποκριθούν τα παιδιά, είναι μια μηχανική και στυγνή εργασία. Πάνω απ’ τα κεφάλια των μαθητών υπερίπταται ο εξαναγκασμός. Ο έλεγχος των τετραδίων προδίδει τυπολατρία και όχι μέλημα για την ουσία αυτού που έχει γραφτεί. Ο δάσκαλος κοιτάζει βιαστικά τις διαστάσεις, τις άκρες των γραπτών και όχι το περιεχόμενό τους.
Ο φίλος του Αχμάντ, ο συμμαθητής και διπλανός του στο θρανίο, πιάνεται να μην έχει κάνει όπως θα έπρεπε, κατά τον δάσκαλο, την εργασία του. Πιθανόν είναι ένας αμελής ή ξεχασιάρης, που παρατάει το τετράδιό του δεξιά κι αριστερά. Δείχνει αδέξιος (πέφτει κάτω και λερώνεται) και αδύναμος, ενώ στις επιπλήξεις του δάσκαλου δεν έχει να προβάλει παρά ένα παθητικό κλάμα– μια συνηθισμένη παιδική αντίδραση. Ο Αχμάντ, από την άλλη, δείχνει εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας. Επιμελής, εργατικός, πρόθυμος, δοτικός, με μια ωριμότητα ανώτερη του μέσου όρου της παιδικής ηλικίας. Από την πρώτη στιγμή βλέπουμε πως του αρέσει να βοηθά και να φροντίζει τον αδύναμο και κακότυχο φίλο του. Λίγο-λίγο θα σιγουρευτούμε πως ο Αχμάντ είναι ένα παιδί που θέλει να ξέρει πού βαδίζει και τι ακριβώς συμβαίνει γύρω του. Ένα παιδί ανήσυχο, με την ανησυχία να αντανακλάται διαρκώς στο βλέμμα του (η ίδια ανησυχία που ακολουθούσε κατά πόδας και ταλαιπωρούσε τον Κιαροστάμι από τα παιδικά του χρόνια, κατά τα λεγόμενα του ίδιου, μια συναισθηματική και νοητική κατάσταση ταυτισμένη με το πεπρωμένο του). Εκφράζει – έστω βουβά, χωρίς διαμαρτυρίες – τη δυσαρέσκειά του για τις πράξεις των ενηλίκων, ενώ πολύ γρήγορα θα πάρει αποστάσεις από τις φιγούρες του δάσκαλου, του παππού του, αλλά και της μητέρας του. Ενώ του είναι απαγορευμένο, θα φύγει κρυφά από το σπίτι προκειμένου να βρει τον φίλο του για να του επιστρέψει το τετράδιο που έχει πάρει κατά λάθος. Θα υπερπηδήσει την απαγόρευση, θα φύγει κρυφά, θα διαγράψει ένα παράξενο, αινιγματικό, μυστικιστικό, ζιγκ-ζαγκ με προορισμό το άγνωστο, διασχίζοντας ένα μονοπάτι σε σχήμα Ζ, θα ορμήσει και θα βυθιστεί στην καρδιά του γρίφου, θα ξετυλίξει το κουβάρι των αποριών του και θα ψάξει να βρει την άκρη του λαβύρινθου. Το τροχάδην του στον λόφο ισοδυναμεί με απερισκεψία και ανυπακοή, όπως το βλέπουν οι ενήλικες του περιβάλλοντός του. Ο Αχμάντ δεν έχει απλώς να διατρέξει ένα λαβυρινθώδες χωριό, ένα άνυδρο και ανωφερές τοπίο, αλλά και έναν απολιθωμένο κόσμο όπως είναι το ανελεύθερο και θρησκευτικά φανατισμένο κομμάτι της Ιρανικής κοινωνίας. Ο παππούς του, εμβληματική φιγούρα θυμόσοφου γέροντα, που εμφορείται όμως από το οπισθοδρομικό πνεύμα μιας αντιδραστικής και καταπιεστικής παράδοσης, πρεσβεύει πως η παιδική ηλικία είναι αναγκαίο κακό, που θέλει διόρθωση, με εξαναγκασμούς που στοχεύουν στη συμμόρφωση και με σκληρή τιμωρία (ξυλοδαρμό). Τούτη η πέτρινη γέρικη φιγούρα που εκστομίζει μια ακόμα πιο απολιθωμένη λογόρροια, μια θυμοσοφία που θα μπορούσε να τσακίσει την παιδική ενεργητικότητα και τον αυθορμητισμό, είναι ένας από τους κύριους θεατές-αυτόπτες μάρτυρες της δραπέτευσης του Αχμάντ και του ασταμάτητου τρεχαλητού του. Οι διασκελισμοί του μικρού αγοριού εκτελούνται στην «αγορά» του χωριού, εκεί όπου δηλώνονται περίτρανα οι αφηρημένες γενικότητες γύρω από τις συντηρητικές εκπαιδευτικές και κοινωνικές αξίες. Μπροστά στα μάτια ενός αμείλικτου χορού γερόντων, ο Αχμάντ πρέπει να υποστηρίξει πως οι υπεύθυνοι και ενάρετοι άνθρωποι δεν φτιάχνονται με κηρύγματα, και πως η ευσυνειδησία δεν είναι κάτι που μαθαίνεται με την πειθαρχία, με τον εξαναγκασμό ή την τιμωρία. Αδιαφορώντας για τα γέρικα στερεότυπα, καταπατώντας εντολές, αναλαμβάνοντας να μιλήσει εξ ονόματος του εαυτού του, αποφασίζει να δώσει τέλος στη «συρρίκνωση» (κατά την Φρανσουάζ Ντολτό) της παιδικής του ηλικίας. Η ανυπακοή, ούτως ή άλλως, είναι ένα όπλο στον αγώνα κάθε παιδιού για να κερδίσει εξουσία και ανεξαρτησία. Ο Αχμάντ, γρήγορα και αποτελεσματικά, σταματά να υπακούει σε νόμους και εντολές, ρίχνεται στην περιπέτεια της επιθυμίας του και γίνεται ένας οκτάχρονος παραβάτης σε μια κοινωνία, άλλωστε, όπου και οι σωφρονιστές ενήλικες με τη σειρά τους παραβαίνουν, από αδυναμία ή αμηχανία, το σωστό ή τις διάφορες, υποτίθεται, ακλόνητες πεποιθήσεις τους.
«Πού είναι το σπίτι του φίλου μου;» «Αυτό το παντελόνι, είναι ή δεν είναι το ρούχο του φίλου μου;» «Πού είναι ο φίλος μου;», «Τι απέγινε ο φίλος μου;», «Πού κρύβεται ή πού τον κρύβετε;» και, ειδικά, ποιος, ακριβώς, είναι αυτός ο μικρός συμμαθητής, ο φίλος του Αχμάντ: ένας μικρός στην ηλικία άνθρωπος που κρύβεται ή έχει χαθεί ως ύλη, ή μια μεγάλη και άπιαστη ιδέα, που διαφεύγει συνεχώς, καλώντας μας στο κυνήγι της; Ο ίδιος ο Κιαροστάμι, ως αφηγητής, αποφασίζει να αποκρύψει τις σαφείς πληροφορίες, να αποσιωπήσει ορισμένα στοιχεία που σχετίζονται με την έννοια αυτού το οποίο έχει χαθεί. Μήπως το θεμελιώδες ερώτημα, που συνοψίζει όλες αυτές τις απορίες, είναι καταδικασμένο, από την ίδια τη φύση του, να μην απαντηθεί ποτέ; Ο Αχμάντ, όμως, – η προσωποποίηση της παιδικότητας, αθωότητας και πνευματικής καθαρότητας – επιμένει να θέλει να κατανοήσει την αλήθεια των λέξεων των ερωτήσεών του· το ακριβές και βαθύτερο νόημά τους, αναζητώντας συγχρόνως, βρίσκοντας και συγκροτώντας τα στοιχεία της ταυτότητάς του (μια ρεαλιστική και ορθολογική, πιθανόν, ερμηνεία, που όμως δικαιολογείται πλήρως, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από τη ματιά ενός θεατή του δυτικού κόσμου). Σαφώς και υπάρχει μια μεταφορική διάσταση, υπαινιγμοί σχετικοί με τον απολυταρχισμό του καθεστώτος και τη δυσκαμψία της θεοκρατικής ιρανικής κοινωνίας. Όμως η επιμονή του μικρού Αχμάντ να διαλευκάνει το μυστήριο μιας εξαφάνισης, το μυστήριο της συνεχούς μετατόπισης του στίγματος, του θεμελιώδους ζητούμενου, είναι οικουμενικής εμβέλειας. Ο συμμαθητής και φίλος του Αχμάντ είναι άφαντος και οι συγχωριανοί του είτε δεν τον γνωρίζουν είτε δίνουν λάθος πληροφορίες γι’ αυτόν· ο χώρος όπου βρίσκεται το σπίτι του γίνεται κάτι σαν κινούμενη άμμος, σαν κομμάτι της ερήμου, ένα σημείο οφθαλμαπάτης, αντικατοπτρισμού. Το πείσμα του Αχμάντ να αποκαλύψει και να διαβάσει τα κρυπτικά σημάδια που βρίσκει στον δρόμο του, στο μονοπάτι σε σχήμα Ζ που πιθανόν δεν βγάζει πουθενά αλλά που μπορεί να οδηγεί παντού, σε πολλούς τόπους, εκφράζουν αδιάσειστα το στοιχείο της ιρανικότητας (ένα θρησκευτικό και πολιτισμικό λεξιλόγιο εντελώς διαφορετικό από εκείνο της Δύσης, συν ένα καλά κρυμμένο προσωπικό εργαλείο του δημιουργού Κιαροστάμι, τον εσωτερισμό και την αινιγματική διάσταση, χαρακτηριστικά που τον ωθούσαν να «ψάχνει πάντα τις απλές αλήθειες, τις κρυμμένες πίσω από τις προφανείς», όπως υποστηρίζει ο ίδιος), εκφράζουν όμως και μια καθολικότητα, πέραν της ιρανικής μερικότητας. Τα δε ερωτήματα ενός παιδιού, οι απορίες ενός Ιρανού πολίτη, γίνονται θεμελιώδη, οικουμενικά, ανθρώπινα ερωτήματα και διλήμματα. Έτσι, σε συνάφεια και κατ’ επέκταση, όταν κάποιος γράφει ένα κείμενο για μια τέτοια ταινία, αναπόφευκτα θα αναγκαστεί να ακολουθήσει δύο ερμηνευτικά μονοπάτια: και εκείνο που συμπορεύεται με την μυστικιστική ασάφεια (απολαμβάνοντας την ομορφιά της ποίησης και την πλαστική δεξιότητα κατά την αφήγηση ενός αινιγματικού μύθου) και εκείνο που σχετίζεται με την ορθολογική αλήθεια και την ξεκάθαρη αιτιολογία (ο σεβασμός και η τήρηση των ηθικών κανόνων κόντρα σε κάθε είδους εμπόδιο).
Ο Αχμάντ τόλμησε να αναχωρήσει και να επισκεφτεί ένα «αλλού», εκεί όπου υπάρχει δυνατότητα για καινούργιες σχέσεις, καινούργιες συναντήσεις, καινούργια δράση· εκεί όπου, πάνω απ’ όλα, η πραγματικότητα είναι διαφορετική από την καθημερινή, ενώ η σύστασή της συγχέεται με εκείνη του ονείρου. Σε όλη τη σεκάνς του σούρουπου στο γειτονικό χωριό υπάρχει η αίσθηση αυτής της αμοιβαίας διάχυσης, δυσκολευόμαστε να διαχωρίσουμε το πραγματικό και συγκεκριμένο από το ονειρικό, το μαγικό και αόριστο. Το αναγκαστικό τέλος της διαδρομής του Αχμάντ μοιάζει με σκοτεινό όνειρο παγίδευσης και κλειστοφοβίας, βάσανου, μοιάζει όμως και με άφιξη-ανακούφιση κοντά στο δέντρο όπου «βρίσκεται ένα δασοσκέπαστο δρομάκι πιο πράσινο από το ενύπνιο του Θεού, όπου η αγάπη είναι καταγάλανη σαν το φτέρωμα της ειλικρίνειας» (όπως λένε οι καθαρτήριοι στίχοι του Σοχράμπ Σεπεχρί). Οδηγημένος από τη βιβλική φιγούρα του γερο-μαραγκού, του μοναδικού προσώπου το οποίο, παρά την ανημπόρια των γηρατειών του, δέχεται να γίνει ξεναγός του (κάτι το αντίστροφο απ’ ό, τι συμβαίνει στο «Ο άνεμος θα μας πάρει», όπου ο μικρός Φαρζάντ οδηγεί τον ενήλικο ταξιδιώτη Μπεχζάντ), φτάνει στο υποτιθέμενο σπίτι του φίλου, για να διαπιστώσει – άλλη μια φορά – πως κλωθογυρίζει μέσα στο ίδιο ατέρμονο αδιέξοδο. Το σπίτι δεν είναι του φίλου του, αλλά κάποιου άλλου που έχει το ίδιο όνομα με τον φίλο του, κάτι που ήδη το ξέρει. Η ανακύκληση του μυστηρίου, ενός γρίφου από συμπτώσεις, συνωνυμίες, μπερδέματα μεταξύ ανθρώπων, λάθος πληροφορίες (μια καφκική αίσθηση ή μια αίσθηση περιδίνησης που παραπέμπει σε αυτονόητη οδύσσεια γύρω από το Χαμένο), συνεχίζεται και ενισχύεται με την έλευση του σκοταδιού. Ο Αχμάντ είναι ένας οδοιπόρος που, πλησιάζοντας, στο τέλος της ημέρας, το αντικείμενο του σκοπού του, βλέπει τα πράγματα να έχουν πάρει τελείως διαφορετική διάσταση απ’ αυτήν που υποψιαζόταν αρχικά. Και έχει επίγνωση αυτού του τέλους που, όμως, δεν σημαίνει αναγκαστικά και το τέλος της επιθυμίας του. Συνειδητοποιεί πως πέρα από τον πόνο της απώλειας που μας κάνει να καταλάβουμε την αξία αυτού που χάθηκε, πέρα από τη θλίψη που προξενεί η αποτυχία της πραγματοποίησης ενός σκοπού, υπάρχει η βούληση για υπευθυνότητα που δεν διδάσκεται σε κανένα σχολείο, αλλά είναι κάτι που πηγάζει εσωτερικά, ενισχυμένο και από τις επώδυνες, κοπιαστικές διαδρομές στον κόσμο ο οποίος μας περιβάλλει. Υπάρχει η ανυστερόβουλη αγάπη, η πράξη πέρα από το εγωιστικό, η καλοσύνη της καρδιάς που υπερβαίνει κάθε άλλη αξία και τελειότητα. Ο Αχμάντ πρέπει να ικανοποιήσει την επιθυμία του, διαφορετικά δεν πρόκειται να βρει τη γαλήνη αν δεν πατήσει το πόδι του, με σταθερότητα, στο έδαφος της αντίπερα όχθης, στον πυρήνα της εφηβικής ηλικίας, εκεί όπου συνεχίζεται και ολοκληρώνεται το μέγιστο μάθημα της μύησης. Στο τέλος αυτού του σκοτεινού, όσο και φωτεινού περίπλου, θα στραφεί σε μια χειρονομία συμβολισμού: θα γράψει ο ίδιος την εργασία του φίλου του κι έτσι θα σιγουρέψει, θα σταθεροποιήσει επιθυμία και βούληση: βοήθησε τον πλαϊνό του να ανακουφιστεί, να μην πληγωθεί άλλο. Κι αυτό είναι, ακριβώς, το καθολικά ζητούμενο και το οικουμενικά ποθητό: το πλαίσιο του χώρου της ελευθερίας (θρησκευτικής, κοσμικής, πολιτικής κ.ο.κ) με τα σαφή, δίκαια, και αδιαφιλονίκητα όριά του. Όταν ο δάσκαλος θα ελέγξει τις εργασίες των μικρών μαθητών, θα μείνει επιτέλους ικανοποιημένος. Στην τελευταία σελίδα του τετραδίου, εκεί όπου θα μπει και ο βαθμός επίδοσης, σαν σελιδοδείκτης θα εμφανιστεί ένα λουλούδι: το ίδιο λουλούδι που ο γέρος χειρώνακτας χάρισε στον Αχμάντ το προηγούμενο βράδυ, το άνθος της ιδιωτικής μοναξιάς, που μόλις δύο βήματα το (την) χωρίζουν από την αιώνια πηγή απ’ όπου αναβλύζουν οι μύθοι της γης (απ’ όπου πηγάζει η γνώση), εκεί όπου δεν λείπει το σοκ του τρόμου (της ενηλικίωσης και του κύκλου της ζωής), ο τρόμος όμως αυτός είναι διάφανος, άρα διαχειρίσιμος και παραγωγικός.
Θα συναντήσουμε, με τη σειρά μας, μια εξαιρετική σκηνή, όπου η θλίψη για τον χαμένο παράδεισο ενισχύεται από ένα υπέροχο πλάνο καταιγίδας, μια φυσική συνέχεια της τρικυμίας των ανθρώπινων ψυχών. Ο αέρας ανοίγει βίαια την πόρτα και μπροστά στα θλιμμένα αλλά πάντα διαυγή μάτια του Αχμάντ αποκαλύπτεται ο τρελός χορός των απλωμένων στην αυλή ρούχων: τα πάντα είναι αθύρματα μέσα στη δίνη του χρόνου κι αυτό που κυρίως μετράει είναι η αστραπή της αυτογνωσίας που μπορεί να διαπεράσει το σκοτάδι. Το φωτάκι από την κατάκτηση της αλήθειας (έστω ενός μικρού μέρους της) που κερδήθηκε μέσα από την προσωπική εμπειρία. Και έτσι ολοκληρώθηκε το ποίημα, αποκτώντας και την τελευταία – επιγραμματική – λέξη του, την τελεία και την παύλα του, τον πλούσιο σε ουσία χυμό του.
Το τελευταίο μέρος της ιστορίας του Κιαροστάμι κλείνει μέσα σε ένα κλίμα λεπτότατων ισορροπιών, μιας εύθραυστης συμφιλίωσης μεταξύ των ανθρώπων. Οι δύο ηλικίες, η παιδική και η γεροντική, θα συμπορευτούν αρμονικά, σε μια νηφάλια συντροφικότητα. Το παιδί θα εμπιστευτεί την πείρα και τις γνώσεις του γέροντα, κι ο δεύτερος θα καμαρώσει την ικμάδα και το πείσμα του πρώτου. Η κατάκοπη από το νοικοκυριό και τη φροντίδα της οικογένειάς της μητέρα θα αποβάλει την αυταρχικότητά της και θα ακουμπήσει στοργικά τον δίσκο με το φαγητό μπροστά στα πόδια του εξίσου καταπονημένου γιου της. Ακόμα και ο δάσκαλος, την άλλη μέρα, στο σχολείο, θα είναι πιο ήρεμος, πιο προσηνής, πιο δίκαιος και επιεικής με τους μικρούς μαθητές, και θα προχωρήσει με τη σειρά του σε μια συμβολική χειρονομία: θα ανοίξει το παράθυρο της αίθουσας, που στην αρχή της αφήγησης το ήθελε ερμητικά κλειστό. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο παραβάτης Αχμάντ θα επιστρέψει στην καθημερινότητά του, στον κόσμο όπου περίτρανα επιβάλλεται το δίκιο του ισχυρότερου αλλά και η παραδοχή πως η εργασία είναι το βάλσαμο, έστω προσωρινό, ενός αθεράπευτου πόνου που συμπορεύεται με την ανθρώπινη ύπαρξη και περιπέτεια. Θα μπει –έστω καθυστερημένα –στη σχολική αίθουσα, υπάκουος και συνεργάσιμος, ικανοποιώντας την επιθυμία των μεγάλων, ευθυγραμμιζόμενος με τους κανόνες της μικρής κοινωνίας του, έχοντας όμως διορθώσει, διά κρυπτής χειρονομίας, το λάθος, έχοντας βάλει τα πράγματα στη θέση τους και, το σπουδαιότερο, έχοντας δικαιώσει απόλυτα την προσωπική επιθυμία του.
Σημειώσεις:
(1). Ο τίτλος του κειμένου "Η αντίπερα όχθη της εφηβείας και το άνθος της μοναξιάς" είναι στίχοι του ποιήματος «Η Κατοικία» του Ιρανού ποιητή Σοχράμπ Σεπεχρί. Ο Κιαροστάμι συνήθιζε να τιτλοφορεί τις ταινίες του δανειζόμενος στίχους από ποιήματα αγαπημένων του Ιρανών ποιητών. Βλ. και το «Ο άνεμος θα μας πάρει», από το ποίημα «Δώρο» της Φορούγ Φαροχζάντ. Οι στίχοι από το ποίημα «Η Κατοικία» του Σοχράμπ Σεπεχρί, είναι μεταφρασμένοι από τον Νίκο Σαββάτη.
(2) Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο “Abbas Kiarostami”, εκδ. Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης-εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, σε επιμέλεια έκδοσης του Νίκου Σαββάτη, με τον τίτλο «Η δικαίωση της επιθυμίας». Στην παρούσα μορφή έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές, ενώ σε αρκετά σημεία είναι γραμμένο εκ νέου, κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι ιδέες του κειμένου να συμπορεύονται αρμονικότερα με το ποιητικό-μυστικιστικό πνεύμα της ταινίας του Κιαροστάμι.