(Πέτρινος Γάμος)
του Mircea Veroiu
της Ελίζας Σικαλοπούλου
(Βασισμένο σε διηγήματα του Ion Agarbiceanu, το δίπτυχο αυτό γυρίστηκε ως ενιαίο φιλμ, αλλά διχοτομήθηκε στις προβολές. Ας δούμε ξεχωριστά τα δύο μέρη του.)
I. Fefeleaga
Ένα άλογο πέρασε καλπάζοντας από το μέρος όπου διασταυρώνεται ο κεντρικός δρόμος με το δρόμο για την Κόντλα. Κανείς δεν το είδε. Όμως, βέβαια, μια γυναίκα που περίμενε στην άκρια του χωριού, είπε πως είχε δει το άλογο να τρέχει με τα πόδια λυγισμένα λες κι επρόκειτο να πέσει με το στόμα στο χώμα. […] Μετά το είδε να τεντώνει το σώμα του και, χωρίς να πάψει να τρέχει, πήγαινε με το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω, λες και το τρόμαζε κάτι που είχε αφήσει εκεί.
– Πέδρο Πάραμο, Χουάν Ρούλφο
Μέσα από τις τραχείες υφές της οροσειράς Apuseni, που ανακλά με δύναμη την ηχώ των τραγουδιών της Τρανσυλβανίας, διαβιβάζεται σε χαμηλούς τόνους η παράδοση της ρουμάνικης υπαίθρου, φωλιάζοντας λυρικά στην τραγωδία της Fefeleaga. Η αγαλμάτινη χήρα Fefeleaga, ένα μνημείο πόνου, ηλικιωμένη, περήφανη, τηρώντας τη θεμελιώδη της αξιοπρέπεια, απορροφημένη στη σκληρή καθημερινή εργασία της στο ορυχείο, κατοικεί πάνω σε ένα μοναχικό λόφο, δίπλα στο αυτοσχέδιο νεκροταφείο του άνδρα της, με μόνη συντροφιά την κόρη της και ένα ψωριασμένο άλογο. Άχθος αρούρης, μεταφέρει στωικά τις πέτρες ανάμεσα σε σημεία που συνιστούν δυαδικότητες μέσα στον απογυμνωμένο, ορεινό χώρο: από το έρημο ορυχείο στο σπίτι που μοιάζει με κουκλόσπιτο, θέατρο εγκλεισμού της κόρης, από το σπίτι στην τελετουργία του νεκροταφείου κι από το νεκροταφείο στην πέτρινη κωμόπολη όπου νιώθει γνώριμη ξένη.
Η εκφραστικότητα της Fefeleaga αναδύεται μέσα από το σοβαρό προσωπείο μιας τρυφερής εσωτερικότητας σε διαρκή άμυνα απέναντι στη ζωή, με τα αθώα, χαμηλωμένα μάτια να ακολουθούν τις γραμμές του αφαιρετικού, βάναυσου τοπίου που ο σκηνοθέτης Mircea Veroiu επιλέγει να καδράρει από ψηλές γωνίες, πιέζοντας τους χαρακτήρες πάνω στην αφιλόξενη γη χωρίς υποψία ουρανού. Η υλιστική αυτή προσέγγιση εντείνεται στην κορυφαία σκηνή με το νερόμυλο, όπου η κάμερα, με εναλλαγές κοντινών πλάνων, εγγράφει τη ροή της ζωής μέσα από τη ματαιότητα των ημερήσιων συμβάσεων, την αλυσίδα της επιβίωσης μέσα σε μια γκρίζα ζώνη επαναληπτικών διαδικασιών, που σχηματοποιείται από τους ενδιάμεσους τόνους του φιλμ.
Ενόσω η Fefeleaga διαγράφει το φιλοσοφικό-ψυχολογικό της μονοπάτι με μια κινηματογραφική γλώσσα που απηχεί το ρουμάνικο πνευματισμό, ο ήχος διασχίζει με βαθύ βήμα τη λαϊκή εθνογραφία και παρασύρει φωνές από το υπερπέραν που τραγουδούν για μας την ιστορία της γριάς. Εναρμονισμένο στην κίνησή του με τις απόκοσμες, ποιητικές φωνές που βρίσκονται σε προοπτική, το τυφλό άλογο ανοίγει το δρόμο για την επιστροφή στο σπίτι από την κρεμαστή γέφυρα, που σχηματοποιεί ένα πέρασμα μεταξύ του αναχρονικού χώρου του σπιτιού-νεκροταφείου και του έξω κόσμου, άρρηκτα συνδεδεμένου με την εργασία και την αγωνιώδη αναζήτηση χρυσού στη γη που αντιστέκεται. Στον ορίζοντα, διακρίνεται το μακρινό σπίτι-νεκροταφείο στο λόφο σαν ατέλειωτη νηστική μέρα, οριοθετημένο ως συμβολικό σημείο εξόδου μιας πορείας προς το θάνατο, που είναι παρών σε όλη τη σκηνή, σαν ανάσα μεταξύ των βημάτων γυναίκας και αλόγου πάνω στη γέφυρα. “Ο κόσμος είναι ένα δοχείο λυγμών… Μέσα σε αυτό το σφαγείο, το να σταυρώσεις τα χέρια ή να ξεσπαθώσεις είναι χειρονομίες εξίσου μάταιες” ψιθυρίζει ο Εμίλ Σιοράν στο αυτί της Fefeleaga που σέρνει το άλογο προς το σπίτι όπου την περιμένει η αυτόχειρας κόρη της και αποφασίζει να τη ντύσει νύφη πριν τη θάψει στην πίσω αυλή, σε μια σκηνή που μοιάζει με ιερουργία. Η οικουμενικότητα του ανθρώπινου δράματος, κρυστάλλινη μέσα στην πλαστικότητα των εικόνων και στην οξύτητα των ήχων, συναντά εν τέλει, μια αντικομφορμιστική σύλληψη του γάμου, που θα δοθεί με αντίστοιχη δημιουργική ευαισθησία – και με αρκετή ειρωνεία – στο δεύτερο μέρος, σε σκηνοθεσία Dan Pița.