(Πέτρινος Γάμος)
του Dan Pița
της Ελίζας Σικαλοπούλου
(Βασισμένο σε διηγήματα του Ion Agarbiceanu, το δίπτυχο αυτό γυρίστηκε ως ενιαίο φιλμ, αλλά διχοτομήθηκε στις προβολές. Ας δούμε ξεχωριστά τα δύο μέρη του.)
II. Σε ένα γάμο
ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές, ιλιγγιώδεις και αγκαλιασμένοι,
πέφτουν στην χλόη· ο ουρανός κατεβαίνει,
τα δέντρα υψώνονται, ο χώρος
δεν είναι παρά φως και σιωπή, χώρος
ανοιχτός στον αϊτό του ματιού,
περνάει την άσπρη φυλή των σύννεφων,
το σώμα σπάζει τα δεσμά του,
η ψυχή σηκώνει άγκυρα,
χάνουμε τα ονόματά μας και πετάμε
στην τύχη ανάμεσα σε μπλε και πράσινο,
χρόνος ακέραιος όπου τίποτα δεν συμβαίνει
εκτός απ’ την ευτυχισμένη του ροή,
δεν συμβαίνει τίποτα, σωπαίνεις,
τα βλέφαρά σου παίζουν.
– Ηλιόπετρα, Οκτάβιο Πας.
Σίγουρα όχι οι εραστές της φωτογραφίας πάντως, καθώς το δεύτερο μέρος της ταινίας μάς παρουσιάζει την παιχνιδιάρικη εικόνα της μεθοδικής διάλυσης ενός γάμου με συνοικέσιο από την ορμή ενός μυστικού, σιωπηλά κρυμμένου παιδικού έρωτα που αναζοπυρώνεται στον παλμό μιας ξέφρενης γαμήλιας μουσικής. Όπως στους πλατωνικούς διαλόγους οι προσωποποιημένες όψεις ενός θέματος, έτσι και τα δύο μέρη της ταινίας ανάγονται σε ένα καθ’ ολοκληρία διαλεκτικό σχήμα. Αν η Fefeleaga είναι τραγωδία, το Σε ένα γάμο είναι η συνέχεια ως φάρσα σε μια προσπάθεια αποδόμησης των κοινωνικών σημασιών του γάμου και της ιεραρχίας ως κριτήριο ένωσης του ζευγαριού. Ο Pita, είρωνας και χιουμορίστας, εισάγει το βλέμμα μας σε μια διακριτική μυσταγωγία: τα ίχνη του πρώτου μέρους της ταινίας (το γερασμένο πια άσπρο άλογο, η κούνια της κόρης, τα μουσικά όργανα, το μαγαζί με τα ρούχα στην πόλη) εμφανίζονται πεισματικά σε μια τελετή στυλιστικής ενότητας ως τραγικές υπενθυμίσεις, αντηχήσεις από ένα παρελθόν γεμάτο από ριζώματα του θανάτου. Αυτά τα σημάδια στο χώρο φέρνουν κοντά έναν μουσικό που κατευθύνεται προς ένα γάμο για να παίξει μουσική και έναν περιπλανώμενο λιποτάκτη που του προτείνει να τον πάρει μαζί του. Σε παράλληλη δράση τελείται ο γάμος μιας νεαρής γυναίκας και ενός αστού, πικρός δεσμός σαν τοπικό συμβόλαιο υπό την καταπληκτική ενορχήστρωση του Dan Andrei Aldea και του Dorin Liviu Zaharia.
Το γλέντι μοιάζει με συναισθηματική ενέδρα, όπου η λειτουργία της σιωπής τσακίζει τους παρευρισκόμενους που έχουν αφιερωθεί στο φαγητό και η σχεδόν παιδική, αδέξια μουσική με βιολί και τύμπανο αγωνίζεται να μεταλλάξει τη μυστική θλίψη αυτής της συναλλαγής, που δίδεται με έξοχα πλάνα αντιδράσεων, σε χορό και σε γέλιο. Η αλλόκοτη αυτή συνθήκη διανοίγει τεμαχισμένα οπτικά πεδία που επικοινωνούν και διαγράφει τις μεταξύ τους εντάσεις: το πεδίο του γαμπρού και της νύφης, το πεδίο των καλεσμένων, κι ένα τρίτο, αυτό της νύφης και του μουσικού που είναι κρυφά ερωτευμένοι. Η θλιμμένη νύφη φλερτάρει απροκάλυπτα με το βιολιστή, οι καλεσμένοι απολαμβάνουν αυτιστικά το φαγητό στο πιάτο τους και χορεύουν ατάραχοι μέσα σε τέλεια αδιαφορία, ενώ το ρυθμό δίνει η αδιάκοπη, μεθυστική μουσική που πικάρει και τους κινεί με τα δικά της νήματα άλλοτε σε παραδοσιακούς ρουμάνικους σκοπούς και άλλοτε, σαρκαστικά, σε γελοία ευρωπαϊκά βαλς που δεν ξέρουν πώς χορεύονται. Η διαρκής κίνηση της μηχανής που μετατοπίζεται με ευχέρεια μεταξύ των ανθρώπινων όγκων και των διαφορετικών πεδίων, υπηρετεί ταυτόχρονα το θαυμάσιο αφηγηματικό τέχνασμα του Pita, που μασκάρει μόνιμα το γαμπρό πίσω από ένα δοκάρι στο τραπέζι, για να τον αποκαλύψει μόνο όταν εκείνος θέλει λαίμαργα να φάει από το πιάτο της νύφης. Οι μουσικοί καδραρισμένοι στο απέναντι πάλκο παρατηρούν όλες τις λεπτές κινήσεις και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να προβούν σε μια παράλογη πρόταση: η νύφη να παρατήσει το γαμπρό και να τους ακολουθήσει.
Σε μια σκηνή που συγκινεί με τη θεατρικότητά της, ο λιποτάκτης φορά το βέλο της νύφης και με μια φωνή από κάποιο επέκεινα που ενώνεται με τη δική του (η ίδια φωνή που τραγουδούσε στη Fefeleaga) καλεί τη νύφη στην ανατροπή της υποταγής της, υπνωτίζοντάς τη νωχελικά σε μια άγρια, ελεύθερη φυγή. Έχει πια νυχτώσει. Το τίμημα της ελευθερίας πληρώνει με τη ζωή του ο λιποτάκτης, τον οποίο σκοτώνουν οι δήμιοι του γαμπρού μέσα στο δάσος με ήχους τυμπάνων που τρυπώνουν στα φυλλώματα και διακόπτονται βίαια μπροστά στο θέαμα της δικής τους βίαιης πράξης που βλέπουμε σε βάθος πεδίου μέσα από ένα παράθυρο που ανοίγει. Ο άνεμος φυσά δυνατά στην άδεια σκηνή, όπου έχει μείνει μόνο ο μουσικός-συνθέτης της ταινίας μαζί με το λυπημένο βαλς να παίζει αιώνια στο γραμμόφωνο σαν κλαψίγελος της ετεροτοπίας των γαμήλιων εορτασμών.